Η ευδαιμονία και η Ευζωία στη σκέψη των κλασικών

Η ευδαιμονία και η Ευζωία στη σκέψη των κλασικών

Η ευδαιμονία από την δυτική κουλτούρα κατανοήθηκε περισσότερο ως
δυϊκό σχήμα μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου ως ικανότητα (facultas)
και περισσότερο ως ανταπόκριση λογικής ικανότητας (facultas rationis)
Θωμάς Ακινάτης που συνυπολογίζει τη σταθερή συγκρότηση του
υποκειμένου και τα εγγενή αίτια του αντικειμένου. Σε μια πιο μοντέρνα
εκδοχή η ευδαιμονία 17 ος – 18 ος αιώνας συντάσσεται στη βάση μιας τριαδικής
δομής που αποτελείται από το υποκείμενο τον διάμεσο και το αντικείμενο,
(αποτελεί την δεδομένη στάση και δίχως μεταφυσικές προεκτάσεις του
υποκειμένου να διακρίνει το νόημα άμεσα και βέβαια).

Έτσι η ευδαιμονία εμφανίζεται σχεδόν πάντα ως διεκδίκηση, αφήνοντας
απέξω τη λειτουργία της ενεργειακής αυτεπίγνωσης. Και όμως η
φιλοσοφική τεκμηρίωση της κλασικής σκέψης αναφορικά με την
ευδαιμονία διέπεται από την μεταφυσική της υποκειμενικής
αυτεπίγνωσης αλλά Ο Αριστοτέλης κάνει αναφορά σε δύο πόλους της
ευδαιμονίας, η πρώτη ενέχει την τευτονική βαρύτητα των πρωτείων της
ψυχής, θα μας πει: «Ευδαιμονίη ψυχής έργον….ουκ εν βοσκήμασιν οικεί
ουδέ εν χρυσώ· ψυχή οικητήριον δαίμονος» (Η ευδαιμονία είναι έργο,
απόκτημα της ψυχής του ανθρώπου….η ευδαιμονία δεν κατοικεί στα

κοπάδια ζώων, δεν αγοράζεται με χρυσάφι. Η ψυχή είναι η κατοικία της
ευδαιμονίας). Επιπλέον θα τονίσει: « Η ευδαιμονία εστί ψυχής ενέργειά τις
κατ’ αρετήν τελείαν». «Η ευδαιμονία είναι μια ευχάριστη ψυχική
κατάσταση που προκύπτει από τη δραστηριότητα της ψυχής, εφόσον αυτή
η δραστηριότητα είναι σύμφωνη με την τέλεια αρετή». Σε μια δεύτερη
εξέταση της ευδαιμονίας ο Αριστοτέλης αναλύει το οντολογικό έρεισμα
της δημιουργικής ικανότητας του ανθρώπου, λέγοντας Ουδεμία των
ηθικών αρετών φύσει ημίν εγγίγνεται (αλλά εξ έθους περιγίγνεται) καμιά
ηθική αρετή δεν την έχουμε έμφυτη, δοσμένη από τη φύση, αλλά
διαμορφώνεται στον άνθρωπο με τη συνήθεια, με την επανάληψη μιας
κάποιας συμπεριφοράς. [Από τα Ηθικά Νικομάχεια: Β.1.1-3 ή1103 a 16-20].
Εδώ η ευδαιμονία συμπλέει, με τις αρετές της υπαρξιακής
περιεχοντολογίας (περιεχοντολογία υπαρξιακός όρος του Γιάσπερς). Και ο
Σοφοκλής στην Αντιγόνη (στους τελευταίους στίχους, κατά την έξοδο του
χορού από την ορχήστρα, έχει γράψει: «πολλώ το φρονείν ευδαιμονίας
πρώτον υπάρχει….» πολύ πριν από την ευδαιμονία είναι ανάγκη να υπάρχει
στον άνθρωπο η φρόνηση (για να αποκτηθεί δηλαδή με τη φρόνηση η
ευδαιμονία).

Η ψυχή στην αρχαιοελληνική αντίληψη δεν κατανοείται ως εμπειρία της
ψυχολογικής αυτογνωσίας (δηλαδή ένα σύνολο ή ένα σύμπλεγμα, από
επιθυμίες, ενοχές, απωθήσεις, προβολές και ενδοβολές, από
ψυχοδυναμικούς μηχανισμούς επένδυσης και από-επένδυσης κλπ) αλλά
ως ανακάλυψη της προσωπικής ετερότητας μέσα από την μεταφυσική
αναφορικότητα της υποκειμενικής αυτεπίγνωσης.

Ο Πλωτίνος πιστός στην πλατωνική ε ν ό τ η τ α της ο λ ό τ η τ α ς της
ψυχής, την πιστοποιεί ως μέθεξη με τον κόσμο των αυθυπάρκτων και
υπερβατικών ιδεών. Ωστόσο εκείνη δεν θα μπορέσει να οδηγηθεί ποτέ στο
Είναι. Ανάμεσα στον κόσμο των νοητών και του Ενός κατά τον Πλωτίνο
τίθεται ένα αγεφύρωτο κενό, ένα χάσμα που η ψυχή θα δυνηθεί να υπερβεί
μόνο με την μυστική έκλαμψη, με το μυστικό φως του όντος που με να τρόπο
αναπάντεχο θα την περιλούσει και θα την φωτίσει εξαίφνης. «Νοῦν τοίνυν
χρὴ γενόμενον καὶ τὴν ψυχὴν τὴν αὑτοῦ νῶι πιστεύσαντα καὶ ὑφιδρύσαντα,
ἵν᾽ ἃ ὁρᾶι ἐκεῖνος ἐγρηγορυῖα δέχοιτο, τούτωι θεᾶσθαι τὸ ἓν οὐ προστιθέντα
αἴσθησιν οὐδεμίαν οὐδέ τι παρ᾽ αὐτῆς εἰς ἐκεῖνον δεχόμενον, ἀλλὰ καθαρῶι
τῶι νῶι τὸ καθαρώτατον θεᾶσθαι καὶ τοῦ νοῦ τῶι πρώτωι. Ὅταν τοίνυν ὁ ἐπὶ
τὴν θέαν τοῦ τοιούτου ἐσταλμένος ἢ μέγεθος ἢ σχῆμα ἢ ὄγκον περὶ ταύτην
τὴν φύσιν φαντασθῆι, οὐ νοῦς τούτωι ἡγεμὼν γίνεται τῆς θέας, ὅτι μὴ νοῦς
τὰ τοιαῦτα πέφυκεν ὁρᾶν, ἀλλ᾽ ἔστιν αἰσθήσεως καὶ δόξης ἑπομένης
αἰσθήσει ἡ ἐνέργεια. Ἀλλὰ δεῖ λαβεῖν παρὰ τοῦ νοῦ τὴν ἐπαγγελίαν ὧν
δύναται. Δύναται δὲ ὁρᾶν ὁ νοῦς ἢ τὰ πρὸ αὐτοῦ ἢ τὰ αὐτοῦ [ἢ τὰ παρ᾽
αὐτοῦ]. Καθαρὰ δὲ καὶ τὰ ἐν αὐτῶι, ἔτι δὲ καθαρώτερα καὶ ἁπλούστερα τὰ
πρὸ αὐτοῦ, μᾶλλον δὲ τὸ πρὸ αὐτοῦ. Οὐδὲ νοῦς τοίνυν, ἀλλὰ πρὸ νοῦ· τὶ γὰρ
τῶν ὄντων ἐστὶν ὁ νοῦς· ἐκεῖνο δὲ οὔ τι, ἀλλὰ πρὸ ἑκάστου, οὐδὲ ὄν· καὶ γὰρ
τὸ ὂν οἷον μορφὴν τὴν τοῦ ὄντος ἔχει, ἄμορφον δὲ ἐκεῖνο καὶ μορφῆς νοητῆς.
Γεννητικὴ γὰρ ἡ τοῦ ἑνὸς φύσις οὖσα τῶν πάντων οὐδέν ἐστιν αὐτῶν. Οὔτε
οὖν τι οὔτε ποιὸν οὔτε ποσὸν οὔτε νοῦν οὔτε ψυχήν· οὐδὲ κινούμενον οὐδ᾽
αὖ ἑστώς, οὐκ ἐν τόπωι, οὐκ ἐν χρόνωι, ἀλλ᾽ αὐτὸ καθ᾽ αὑτὸ μονοειδές,
μᾶλλον δὲ ἀνείδεον πρὸ εἴδους ὂν παντός, πρὸ κινήσεως, πρὸ στάσεως·
ταῦτα γὰρ περὶ τὸ ὄν, ἃ πολλὰ αὐτὸ ποιεῖ. Διὰ τί οὖν, εἰ μὴ κινούμενον, οὐχ
ἑστώς; Ὅτι περὶ μὲν τὸ ὂν τούτων θάτερον ἢ ἀμφότερα ἀνάγκη, τό τε ἑστὼς

στάσει ἑστὼς καὶ οὐ ταὐτὸν τῆι στάσει· ὥστε συμβήσεται αὐτῶι καὶ οὐκέτι
ἁπλοῦν μενεῖ. Ἐπεὶ καὶ τὸ αἴτιον λέγειν οὐ κατηγορεῖν ἐστι συμβεβηκός τι
αὐτῶι, ἀλλ᾽ ἡμῖν, ὅτι ἔχομέν τι παρ᾽ αὐτοῦ ἐκείνου ὄντος ἐν αὐτῶι· δεῖ δὲ
μηδὲ τὸ ἐκείνου μηδὲ ὄντως λέγειν ἀκριβῶς λέγοντα, ἀλλ᾽ ἡμᾶς οἷον ἔξωθεν
περιθέοντας τὰ αὑτῶν ἑρμηνεύειν ἐθέλειν πάθη ὁτὲ μὲν ἐγγύς, ὁτὲ δὲ
ἀποπίπτοντας ταῖς περὶ αὐτὸ ἀπορίαις.»

Η ευδαιμονία ως αυτοτελές γίγνεσθαι

Τι είναι όμως η ευδαιμονία; Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη , στον
Πλωτίνο έως και τους Στωικούς η ευδαιμονία αναγνωρίζεται ως υπέρτατο
Αγαθό ή Τέλος (Τέλος ο σκοπός για τον οποίο κάθε τι άλλο αποτελεί μέσον).
Ο Πλωτίνος κάνει ένα βήμα επί πλέον ξεπερνώντας την ανθρωπολογική
«περιεχοντολογία» της ευδαιμονίας, τονίζοντας ότι η ευδαιμονία και ευζωία
συνανήκουν και επί πλέον συμπεριλαμβάνονται και τα ζώα και τα φυτά στην
αυτοτέλεια της ευζωίας – ευδαιμονίας . Το επιχείρημα του Πλωτίνου είναι
ότι τα ζωικά βασίλεια στην παραδόσιμη αξία της ζωής διακατέχονται από τον
Λόγο, την Ψυχή, και κατ’ επέκταση την ευδαιμονία – ευζωία. Έτσι η
ευδαιμονία λειτουργεί στα πλαίσια ενός «εγχρονικού παραδίδειν» εντός του
οποίου δεν υφίσταται πριν και μετά, αλλά μια τελεστική αρχή του όντος, η
οποία λειτουργεί ως κίνηση ως αεί ρέον, ή ακίνητο νύν, δηλαδή ως σταθερή
προέκταση στον καθ’ ημέραν βίο. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Πλωτίνος
συγκρούεται με όσους υποστηρίζουν ότι τα ζώα και τα φυτά δεν υπόκεινται
στην ευδαιμονία εξ’ αιτίας του γεγονότος ότι στερούνται την δυνατότητα της
αισθήσεως και της συνειδήσεως. Και αυτό γιατί ο Πλωτίνος διακρίνει ότι

κάθε πράξη εμπίπτει στην υπηρεσία του αυτοσκοπού ο οποίος συντονίζεται
με τον Λόγο.

Ποιο όμως είναι το καθ’ ολοκληρία στοιχείο της ευδαιμονίας το οποίο
δημιουργεί την εσωτερική πληρότητα σύμφωνα με τον Πλωτίνο. Σύμφωνα
με τον Pierre Hadot, ο Ευδαίμων καθίσταται εκείνος ο οποίος στηρίζεται
στον δικό του έλλογο νου. Δεν αποτελεί η ευδαιμονία κύμα εξωτερικών
περιστάσεων, ή αλλιώς οι παραστάσεις της ζωής δεν διαμορφώνουν τον
άνθρωπο «ευδαιμονικά» , αλλά η ευδαιμονία αποτελεί μια εσωτερίκευση
θεϊκού στοιχείου, ο Δαίμων εντός μου, που δεν είναι άλλος από τον νου. Ο
Pierre Hadot στέκεται ιδιαίτερα στο απόσπασμα εκείνο την Εννεάδων όπου
χαρακτηρίζεται ως η ηθικό – πνευματική στάση του Πλωτίνου. « Ο ευδαίμων
βιώνει ενεργητικά την τέλεια ζωή με την οποία έχει ταυτιστεί μαζί της, δεν
την κουβαλά επάνω σαν κάτι ξένο, αλλά είναι ο ίδιος αυτή η ζωή, καθετί
άλλο πέρα από την ευδαιμονία είναι σαν ρούχο και δεν μπορείς να το
αποκαλείς μέρος του, επειδή το φορά χωρίς τις περισσότερες φορές να το
θέλει για δικό του. Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι όποιος το έχει δεν ζητεί
τίποτε άλλο. Τι θα μπορούσε να ζητήσει; Όχι κάτι χειρότερο το άριστο είναι
εντός του. Αυτάρκης είναι ο βίος εκείνου που κατέχει αυτή τη ζωή. Αν είναι
ενάρετος, είναι αυτάρκης, στην ευδαιμονία και στην απόκτηση του καλού
δεν υπάρχει καλό που να μην το έχει. Ό,τι ζητά είναι αναγκαίο, όχι για το
εγώ του , αλλά για το σώμα του, που είναι ενωμένο μαζί του’ κι όταν είναι
ζωντανό το σώμα, το σώμα έχει τις ξεχωριστές απαιτήσεις που δεν είναι οι
απαιτήσεις του ενάρετου ανθρώπου. Εκείνος όμως γνωρίζει τις ανάγκες του
και δίνει όσα δίνει στο σώμα, χωρίς να υποβιβάζει διόλου τη ζωή του. Η
ευδαιμονία του δεν μειώνεται ακόμη κι αν τύχει και κάτι πάει ενάντια σ’

εκείνον’ και στην περίπτωση αυτή η ζωή παραμένει η ίδια’ ακόμη και όταν
πεθαίνουν οι συγγενείς και οι γνωστοί του, γνωρίζει τι είναι ο θάνατος, όπως
γνωρίζει και την πορεία των θανόντων εφόσον ήταν σώφρονες. Αν ο
θάνατος συγγενών και γνωστών του προξενεί λύπη, δεν λυπάται ο ίδιος,
γιατί η λύπη μέσα του δεν έχει νόηση και δεν θα αφήσει κατ’ αυτόν τον
τρόπο τις λύπες του να τον ταράξουν». Εδώ θα εστιαστεί και ο Aldo Magris,
στο έργο του Plotino e l’ India , Mursia, Milano, 1990, όταν θα
επιχειρηματολογήσει για την συνάφεια μεταξύ της φιλοσοφίας του
Πλωτίνου και της Ινδικής φιλοσοφίας, υποστηρίζοντας ότι η βάση της
φιλοσοφίας του Πλωτίνου έχει εγγύτητες με την ινδική φιλοσοφία και
κυρίως η φιλοσοφία του ευδαιμονισμού που εισάγεται από τον Πλωτίνο
συνάπτεται με απόλυτη αρμογή με το ινδικό Δάρμα.

Αν ανατρέξουμε στα όσα διατυπώνει με την ανάλυση του ο Pierre Hadot, για
τον Πλωτίνο θα εκτιμήσουμε την ευδαιμονία ως μέγεθος ελευθερίας. Η
ευδαιμονία δεν λειτουργεί ως κατηγορική προσταγή, ως νόμο
απαρασάλευτος, ή ως κλίμακα βίου, αλλά σε επίπεδο ελευθερίας. Η
ελευθερία αναγνωρίζεται ως τέλος, δηλαδή ως ο σκοπός, ο οποίος κινείται
μακριά από οποιαδήποτε εξουσιαστική λειτουργία της λογικής. Εδώ η
ελευθερία μέσα από την ευδαιμονία δεν αφίσταται στην καταφατική
δέσμευση, στον χαρακτήρα της ελευθερίας ως επιλογή, κάτι που ο Sartre
έδειξε ως τραγικότητα, να αναζητάς την ελευθερία σου σε επίπεδο
επιλογών, γιατί κάτι τέτοιο συνεπάγεται σύμφωνα με τον Sartre, ότι η
ελευθερία ως αναπόφευκτη και επιβεβλημένη επιλογή ακυρώνεται και
ταυτόχρονα σε μια αντιστροφή της, αντιμετάθεσης της, υψώνεται σε πράξη,
όπως χαρακτηριστικά μας λέει ότι και το μη – εκλέγειν είναι στην

πραγματικότητα η εκλογή του μη εκλέγειν. Με την ευδαιμονία η ελευθερία
πάει πέρα από το μέγεθος της εκλογής, μέγεθος περιορισμένο και
περιοριστικό, πέρα από τα όρια των κτητικών απαιτήσεων, και μοιάζει να
οδηγεί την υπόθεση σε μια στόχευση σκοπού όχι βιοποριστικής ανάγκης που
είναι ανασταλτική κάθε δυνατότητας επιλογών, αλλά σε αναζήτηση του
Αγαθού. Όπου το Αγαθό γίνεται μια αυτοδύναμη μεταφυσική, με προοπτική
το συμπαντικό κάλλος το οποίο δεν κλείνει δεν περιχαρακώνει επιλογές και
απαιτήσεις, αλλά ανοίγει αναζητήσεις ουσιωδών στάσεων ζωής και
αποβλέπει σε μια αυτοσυνειδησία όπου η ελευθερία «αποφάσκει» την
αλλοτρίωση της ζωής. Έτσι η ευδαιμονία αναφέρεται στην δυναμική άρνηση
του υποκειμένου να είναι κάτι άλλο από τον ίδιο τον εαυτό του, ή αλλιώς η
ελευθερία αναφέρεται στην δυναμική πραγματοποίησης του υποκειμένου
τόσο ως ταυτότητα όσο και ως αίνιγμα. Δηλαδή ως ανοιχτότητα υπαρκτικής
παρουσίας.

Με την ίδια ζέση και ο Jean Trouillard αναγνωρίζει τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του Ευδαίμονος, τόσο σε επίπεδο ατομικό, δηλαδή
προσωπικής αυτοτέλειας όσο και σε κοινωνικό. Μεταφράζοντας τον Πλωτίνο
στέκεται στους χαρακτηρισμούς που εκείνος (δηλαδή ο Πλωτίνος)
χρωματίζει τη δράση αλλά και την προσωπική ιδιοσυστασία του. «Ο
Ευδαίμων δεν θεωρεί καμιά καλή τύχη ως σπουδαία, όσο σημαντική κι αν
είναι, ακόμη και αν αποκτήσει τη βασιλεία για παράδειγμα και την ηγεμονία
σε πόλεις και σε έθνη, ούτε και αν έχει αποικίες ούτε και αν ιδρύσει πόλεις’
γιατί λοιπόν να πιστεύει ότι η έκπτωσή του από την εξουσία και η
καταστροφή της πόλεώς του είναι κάτι σπουδαίο; Αν πίστευε ότι είναι
μεγάλα κακά, ή και απλώς κακά, θα φαινόταν γελοίος για την άποψή του

αυτή και δεν θα ήταν ενάρετος αν πίστευε ότι τα ξύλα, οι πέτρες., – και μα
τον Δία, – ο θάνατος των θνητών είναι σημαντικά πράγματα, επίσης εκείνος
άνθρωπος θα έπρεπε να πιστεύει ότι ο θάνατος είναι καλύτερος από την
μεταθανάτια ζωή; Αν πάλι ο ίδιος γίνει θυσία, θα θεωρήσει τον θάνατό του
κακό επειδή πεθαίνει στον βωμό; Κι αν δεν τον θάψουνε, και τον αφήσουν
να σαπίσει είτε πάνω από τη γη είτε από κάτω και αυτό θα κριθεί άραγε ως
κακό ή καλό;. Αν ταραχτεί επειδή δεν θα έχει ακριβή κηδεία, αλλά θα τον
θάψουν ανώνυμα, χωρίς να αξιωθεί μεγαλειώδες μνήμα, θα θεωρηθεί
μικρότητα της μοίρας εκ μέρους του; Αν αιχμαλωτιστεί στον πόλεμο, και “ο
δρόμος είναι ανοιχτός” ώστε να φύγει, και αν δεν μπορεί όμως να ζει
ευτυχισμένος; Αν οι συγγενείς του αιχμαλωτιστούν στον πόλεμο, “οι κόρες
του και οι νύφες του απαχθούν”; Και επίσης , ας υποθέσουμε ότι πέθανε
χωρίς να έχει δει κάτι παρόμοιο, θα αφήσει τον κόσμο σε αυτήν την
στασιμότητα και θα θεωρήσει ότι είναι αδύνατον να συμβεί κάτι
διαφορετικό; Αν ναι, είναι ανόητος. Γιατί δεν πιστεύει ότι θα ήταν δυνατόν
οι συγγενείς του να πέσουν σε τέτοια κακοτυχία; Άραγε, η ιδέα ότι κάτι
τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί εμποδίζει την ευδαιμονία του; Και όταν δεν
το πιστεύει θα είναι ευτυχισμένος’ το ίδιο και αν συμβεί τελικά. Γιατί
πιστεύει ότι η φύση του κόσμου είναι τέτοια που φέρνει παρόμοιες ατυχίες
και πρέπει να τον ακολουθούμε υπάκουα».
Ενώ ο Gilles Deleuze, εντάσσει την ευδαιμονία του Πλωτίνου στην ροή ενός
γίγνεσθαι, ή καλύτερα στο άτρεπτο κύκλο του γίγνεσθαι.(Gilles Deleuze,
« Vérité et Temps. Cours 57 du 13/03/1984», sur www2.univ-
paris8.fr/deleuze, 13 mars 1984 (consulté le 21 avril 2017). Εντυπωσιάζει
βέβαια που ο Michel Foucault, δεδομένου ότι διερεύνησε την τέχνη του βίου
στον ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό, εξετάζοντας τις συναρμολογήσεις του

βίου, την αρετή, την υστεροφημία, την σωφροσύνη, τις δόκιμες στάσεις της
καθημερινής ζωής, απομειώνει την ευδαιμονία του Πλωτίνου.

Ο Πλωτίνος διεισδύει την ευδαιμονία στο χάος και την αταξία της υλικής
αμορφίας, υπό μορφή πνευματικού προορισμού. Θα λέγαμε ότι κάνει ,
εκείνο του Πλάτωνος όταν ο Πλάτων εισβάλει στον Τίμαιο, εδάφιο 42e τις
ιδέες στην αμορφία. Στο πλαίσιο αυτής της φιλοσοφικής κοσμογονίας
φανερώνεται η ενέργεια του Αγαθού και για τους δύο (και για τον Πλάτωνα
με τις ιδέες και για τον Πλωτίνο με την ευδαιμονία). Εδώ ο δημιουργός του
παντός που μετασχηματίζεται είτε δε ιδέες είτε σε ευδαιμονία επιστρέφει
στην συνήθη ακινησία του και καλείται ο άνθρωπος να κοιτάξει μέσα του
(αντοψία) για να καταλάβει ότι βρίσκονται μαζί του και οι ιδέες και η
ευδαιμονία. Έτσι μόνο σμίγουν τα αντίθετα και αρχέγονα στοιχεία (το μέσα
και το έξω) δηλαδή το αεί όν και το αεί γιγνόμενον, κατά τρόπον που η
αγαθότης του ανθρώπου να μην διαλύεται αμετάκλητα από το έξω του. Το
συνεχές, το γίγνεσθαι θα πρέπει να υπερβαθεί ποιητικά και η φυσική
αδυναμία, να βρίσκονται δηλαδή συγχρόνως στο ίδιο σημείο τόσο το μέσα
όσο και το έξω ως αντιθέσεις να αρθούν και να συνυπάρχουν και να
συλλειτουργούν το ένα ως εφαλτήριο του άλλου, στην διαρκώς
επαληθευομένη σχέση τους.

Απόστολος Αποστόλου. Καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας

Δείτε ακόμα: ΤΑ ΠΑΘΗ Η ΚΑΘΑΡΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ

Αφήστε μια απάντηση