Νεκρομαντείο του Αχέροντα: Όταν ο μύθος συναντά την πραγματικότητα.

Το αρχαίο Νεκρομαντείο του Αχέροντα βρίσκεται στο χωριό Μεσοπόταμος, του Νομού Πρεβέζης, στο σημείο όπου κατά τον Όμηρο “έσμιγε ο ποταμός Αχέρων με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα, στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας Λίμνης, η οποία αποτελούσε την είσοδο του κόσμου των ψυχών”. Το Νεκρομαντείο είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, στον οποίο κατέληγαν οι επισκέπτες από το Ακρωτήρι Χειμέριο του χωριού Αμμουδιά, για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές των αγαπημένων τους προσώπων. Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει αναλυτικά την περιοχή κατά την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη.
Απο Φλωρεντία Τ.
Η μάχη τελείωσε..Το σύμπαν μοιράστηκε μεταξύ των παιδιών του Κρόνου. Ένας για πάνω, ένας για κάτω. Και όσο φωτεινό και ζηλευτό είναι το πάνω, τόσο θλιβερό και καταθλιπτικό είναι το κάτω. Και ενώ οι “πύλες” για το πάνω είναι ανοιχτές σε όλους μας, πώς αλλιώς άλλωστε αφού εμείς τις φτιάχνουμε, οι πύλες για το κάτω έχουν κλειδοκράτορα και βασιλιά, αυτός αποφασίζει ποιος θα μπει.
Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η είσοδος για το βασίλειο του Άδη είχε και την πύλη της που βρισκόταν σε κάποια υπόγεια στοά. Πολλές ήταν οι ελληνικές πόλεις και περιοχές που διεκδικούσαν την στοά και άρα και την αντίστοιχη πύλη για τον Κάτω Κόσμο. Έλεγαν π.χ ότι ο γέρος Οιδίποδας εξαφανίστηκε πορευόμενος στον κόσμο των νεκρών από στοά του άλσους των Ευμενίδων στον Κολωνό. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι η πύλη βρισκόταν σε μια υπόγεια στοά που άνοιγε στο ακρωτήριο Ταίναρο και την οποία ο Πίνδαρος ονόμαζε “Αιδόστομα”. Αλλά και οι κάτοικοι της Ερμιόνης της Αργολίδος θεωρούσαν ως πύλη του Άδη κάποιο βάραθρο που υπήρχε στον τόπο τους.
Όμως, κυρίαρχη θέση ως τόπο και πύλη επικοινωνίας των ζωντανών με τον κόσμο των νεκρών έχει η περιοχή της πεδιάδας του Αχέροντα προς τις εκβολές του ποταμού στη θάλασσα του Ιονίου Πελάγους, στο χωριό Αμμουδιά, που απέχει 45 περίπου χλμ από την πόλη της Πρέβεζας. Εκεί υπήρχε πάντα λιμάνι που ονομαζόταν κατά τον 4ο αι. μ.Χ και “Γλυκύς λιμήν” επειδή κατακλυζόταν από άφθονα γλυκά νερά. Η περιοχή αυτή, από τα αρχαία χρόνια, ανήκε στην εξουσία των “χθόνιων θεών” απ΄όπου (σύμφωνα με τη μυθολογία) “διάβαιναν οι ψυχές” και αποτελούσε την εύκολη πρόσβαση των επισκεπτών (θνητών, ηρώων, ημίθεων) από τη θάλασσα για τον Κάτω Κόσμο, στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα.
Και μόνο η λέξη “νεκρομαντείο” σε προδιαθέτει για κάτι θλιβερό και πένθιμο…Και ήταν..Είναι όμως ενδιαφέρον το ταξίδι… Μπορεί ο Όμηρος να μας έδωσε μια εικόνα οδηγώντας τον Οδυσσέα στον τόπο των Κιμμερίων “που τους σκεπάζουν σύννεφα και ένα πηχτό σκοτάδι”, εμείς όμως θα πάρουμε άλλο μονοπάτι. Ένα μονοπάτι που είναι διαφορετικό για τον καθένα μας, γιατί “καμιά φορά, ο καλύτερος τρόπος για να βρεις ποιος είσαι, είναι να πας σ΄ένα μέρος όπου δεν μπορείς να είσαι τίποτε άλλο”…

Ο Χάροντας έλαβε σήμα ότι έρχεται “νέο αίμα”. Παίρνει την βάρκα του και πλέει σιγά σιγά προς την απέναντι ακτή. Εκεί που κάποιες ψυχές, χαμένες από το νέο περιβάλλον ρωτούν αγωνιωδώς τον ψυχοπομπό τους πού τους πάει. Ένα ταξίδι στα “πικρά νερά” είναι η απάντησή του. Και είναι πράγματι πικρά τα νερά. Άφθονα, θολά νερά που κατέβαζε τον χειμώνα ο Αχέροντας μέσα από άγρια φαράγγια και βαθιές χαράδρες των βουνών του Σουλίου, αλλά και τα πιο λίγα που κατέβαζε το καλοκαίρι, χύνονταν όλα στη θολή λίμνη Αχερουσία.
Τα νερά αυτά τα έκανε ο ίδιος ο Δίας “πικρά” ως τιμωρία του ποταμού που τόλμησε να ξεδιψάσει τους Γίγαντες κατά την σύγκρουσή τους με τους Θεούς, σε αυτή τη φοβερή μάχη για την επικυριαρχία του κόσμου. Βεβαίως η παράδοση θέλει τα νερά αυτά να παραμένουν πικρά και αργότερα, γιατί ένας δράκοντας που βρισκόταν σε κάποια από τις πηγές του, στην “Τρύπα του δράκου”, έριχνε σε αυτά το φαρμάκι του. Μέχρι που ο Άγιος Διονάτος σκότωσε τον δράκο και το νερό πήρε την φυσική του γεύση… Και οι ψυχές περιμένουν τον βαρκάρη και συλλογίζονται τι καλό θα μπορούσε να τους περιμένει σε ένα μέρος όπου η ομίχλη, η υγρασία, το λιγοστό φως, η θολή και δύσοσμη λίμνη δημιουργούσαν ένα τοπίο θλιβερό και πένθιμο.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ποταμός ονομάστηκε Αχέροντας. Υποδηλώνει ότι σέρνει στη ροή τις αγωνίες, τους πόνους, τους θρήνους και τις θλίψεις. Ως “άχη και θλίψεις ρέειν”.Αλλά και ο άλλος ποταμός, με τον οποίο ενώνονται τα νερά του (όταν ξεχειλίζουν από την λίμνη), ο Κωκυτός έχει την ρίζα του στο ρήμα “κωκύω” που σημαίνει οδύρομαι, θρηνώ, κραυγάζω… Και οι ψυχές ανεβαίνουν στην βάρκα..Το τελευταίο τους ταξίδι στο φως.. Δεν είναι σίγουροι για το αποτέλεσμα της ψυχοστασίας. Κανείς δεν είναι σίγουρος. Γιατί βλέπετε η αρετή συχνά “σκοντάφτει”.

Προς το μέσον της πεδιάδας του Αχέροντα υψώνεται ένας μικρός λόφος. Στην κορυφή αυτού του λόφου βρίσκεται το Νεκρομαντείο που περιβάλλουν ερείπια κυκλώπειων τειχών. Πίσω τους (κατά τους αρχαίους) κρυβόταν η “πύλη” που οδηγούσε στον Κάτω Κόσμο. Εκεί βεβαίως στον λόφο υπήρχε ναός.. Δεν υπήρχε περίπτωση άλλωστε να μην υπήρχε χώρος λατρείας. Στα έγκατα του ναού αυτού, τοποθετούσαν οι αρχαίοι την αίθουσα του Άδη. Εκεί που ερχόταν ο Πλούτωνας συνοδευόμενος από την Περσεφόνη για να δεχθεί τις δεήσεις και την θυσίες των “ζώντων” για τους προσφιλείς νεκρούς τους.
Το κυρίαρχο αίτημα των ζωντανών, η κορυφαία αν το θέλετε επιθυμία και παράκλησή τους, ήταν να επικοινωνήσουν με τις ψυχές τους για να πάρουν μια “απάντηση”. Ας γίνουμε λοιπόν μια ομάδα από αυτούς τους “ζωντανούς” και ας γνωρίσουμε αρχικά την περιοχή που πρέπει να διαβούμε. Γύρω λοιπόν από τον προαναφερόμενο λόγο (στα ριζώματα των βουνών του Σουλίου) υπήρχε η Αχερουσία λίμνη. Τόσο θολή και σκοτεινή που προκαλούσε δέος. Κάποια χαρακτηριστικά της, ιδιαίτερα θα τα λέγαμε, της προσέδιδαν την πειστική εικόνα ως τόπο θανάτου και πύλης του Άδη: πυκνή υγρασία, δύσοσμες αναθυμιάσεις, ένα παχύ στρώμα μόνιμης σχεδόν ομίχλης που δύσκολα διαπερνούσαν οι ακτίνες του ήλιου.. “Χωρίς να την αντιληφθούν, η Κίρκη ανέβασε στο πλοίο ένα μαύρο κριάρι και μια μαύρη προβατίνα. Θα χρειαζόταν τα δυο ζωντανά ο Οδυσσέας για τις θυσίες του. Κι όταν το πλοίο απέπλευσε, η Κίρκη του έστειλε ούριο άνεμο να το οδηγεί στα σίγουρα. Για μια ολόκληρη μέρα έπλεαν δυτικά ώσπου έφτασαν στην άκρη του ωκεανού… εκεί όπου οι Κιμμέριοι ζουν σε αιώνιο σκοτάδι και ομίχλη, καθώς οι αχτίνες του ήλιου δεν φτάνουν στην περιοχή.

Ο Οδυσσέας περπάτησε ακολουθώντας το ρέμα του Ωκεανού, ώσπου έφτασε στο σημείο που του είχε υποδείξει η Κίρκη… Βρισκόταν πια στην είσοδο του Άδη.” Ανήλιο και σκοτεινό με καταχνιά και σύννεφα περιγράφει τον τόπο αυτόν του Άδη ο Όμηρος. Στην αρχαιότητα ο Αχέροντας σχημάτιζε λίμνη στο πιο χαμηλό μέρος της πεδιάδας που περιλαμβανόταν μεταξύ Καναλακίου, Καστριού και ενός άλλου νεκρομαντείου της Εφύρας. Η λίμνη εκείνη ονομαζόταν Αχερουσία. Τα νερά του Αχέροντα που πλεόναζαν δεν έμεναν στην λίμνη αλλά, όπως είπαμε, ξανασχημάτιζαν την κοίτη του ποταμού και χύνονταν στη θάλασσα στον όρμο της Αμμουδιάς. Στα παλιά χρόνια ο όρμος της Αμμουδιάς ήταν ας τον πω “ευρύχωρος”. Η θάλασσα τότε εισχωρούσε προς το μέρος της στεριάς ένα με ενάμισι χλμ. Μα οι προσχώσεις του ποταμού Αχέροντα όλο και στένευαν τον όρμο.
Για τον όρμο αυτό της Αμμουδιάς και για την Αχερουσία λίμνη μας μιλάει ο Θουκυδίδης με την ευκαιρία της προσορμίσεως εκεί του στόλου των Κορινθίων στις παραμονές μιας ναυμαχίας στα Σύβοτα (433 π.Χ). Επίσης σε αυτόν τον όρμο συγκεντρώθηκε ο στόλος του Οκταβιανού με 250 πλοία, το 31 π.Χ, λίγο πριν γίνει η ναυμαχία στο Άκτιο με τον στόλο του Αντωνίου. Άλλην μια αναφορά έχουμε για τον Νορμανδό θαλασσομάχο, Ροβέρτο Γυισκάρδο, ο οποίος το 1084 είχε ανασύρει για ασφάλεια τα πλοία του στην κοίτη του ποταμού Αχέροντα (για να ξεχειμωνιάσει. Όταν όμως την άνοιξη προσπάθησε να ρίξει και πάλι στον όρμο διαπίστωσε ότι τα πλοία του είχαν “καθήσει”, δλδ είχαν κολλήσει στη λάσπη γιατί η στάθμη στο ποτάμι είχε κατέβει πολύ από την ανομβρία. Τότε ο Γυισκάρδος κατασκεύασε φράγμα με κορμούς δέντρων, ανύψωσε έτσι τα νερά του Αχέροντα και μετέφερε τα καράβια στην θάλασσα).
Αυτή λοιπόν η ομιχλώδης λίμνη Αχερουσία, με την γοητεία των μύθων και των θρύλων που έθρεψε την φαντασία του αρχαιοελληνικού κόσμο, ισοπεδώθηκε το 1948… Ερπύστριες και εκσκαφείς την αποξήραναν, δρόμοι ανοίχτηκαν και χωριά χτίστηκαν.
Η περιοχή αλλά και ο χώρος στην αρχαιότητα ανήκαν στην Θεσπρωτία. Οι Θεσπρωτοί εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο γύρω στο 2000 π.Χ.. Το νεκρομαντείο δηλώνει την παρουσία του μέσα από τους στίχους του Ομήρου. Η πιο αρχαία φιλολογική παράδοση για την λατρεία των χθόνιων θεών, δλδ του Άδη και της Περσεφόνης, στη συμβολή του Κωκυτού ποταμού και του Αχέροντα, περιλαμβάνεται όπως σας είπα ήδη στην Οδύσσεια. Εκεί λοιπόν, στο τέλος της δέκατης ραψωδίας, η μάγισσα Κίρκη προτρέπει τον Οδυσσέα να πάει στον Άδη για να συναντήσει τον μάντη Τειρεσία και να τον ρωτήσει πώς επιτέλους θα γυρίσει στην χώρα του την Ιθάκη. Από την περιγραφή και μόνο φαίνεται ότι η Οδύσσεια μιλάει για το Νεκρομαντείο του Αχέροντα: Ο βοριάς, γράφει, θα οδηγήσει το καράβι του Οδυσσέα σε ένα ακρογιάλι του Ωκεανού, στη χώρα όπου βρίσκονται οι Κιμμέριοι. Μαζί με τους συντρόφους του και τα σφάγια της θυσίας, θα περάσει μέσα από το πάναγνο άλσος της Περσεφόνης, με τις πανύψηλες λεύκες και τις ιτιές τις άκαρπες και στο σημείο αυτό ακριβώς όπου ο Πυριφλεγέθων ποταμός και ο Κωκυτός, που πηγάζει από τη Στύγα, σμίγουν με τον Αχέροντα με πολύ βουητό, εκεί είναι ένας βράχος, μια σπηλιά.
Αν καταφέρατε να οπτικοποιήσετε τα λόγια του Ομήρου, είναι ολοφάνερη η σχέση και μάλιστα η στενή, της περιγραφής αυτής για την χώρα των νεκρών με την εικόνα του Αχέροντα. Γιατί και σήμερα ο ποταμός κυλάει τα νερά του, κοντά στις εκβολές, ανάμεσα σε ιτιές και λεύκες. Κάτι ακόμη που μας περιγράφεται από τον Όμηρο με τρόπο εντυπωσιακό (πώς αλλιώς άλλωστε θα μου πείτε και δίκιο θα έχετε) είναι το πώς ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του φτάνουν στη συμβολή του Αχέροντα και του Κωκυτού με το πλεούμενό τους και ανεβαίνουν πάνω σε ένα βράχο, σε μια σπηλιά, στην πύλη εισόδου για τον Κάτω Κόσμο.
Εκεί ακριβώς ο Οδυσσέας ανασέρνει το χάλκινο κοφτερό σπαθί του κι ανοίγει ένα λάκκο μισό περίπου μέτρο και χύνει μέσα σ΄αυτόν σπονδές, θυσίες για όλους τους νεκρούς. Χύνει, όπως λέει, μέλι, γάλα και γλυκό κρασί. Και προσμένει ο Οδυσσέας τον μάντη Τειρεσία να γευτεί τις σπονδές και να του φανερώσει τα μελλούμενα που τον καίνε.. Στον λάκκο αυτό σφάζει έπειτα τα πρόβατα για τους νεκρούς (με το κεφάλι στραμμένο πάντα) και τότε βγήκαν αναρίθμητες ψυχές: “άγουροι νέοι, νιόπαντρες και γέροντες πολυβασανισμένοι. Όμορφες νιές γεμάτες παράπονο που χάσαν την ζωή τους πάνω στον ανθό τους. Πλήθος άνδρες που έπεσαν σε πολέμους, χτυπημένοι από χαλκόχυτα κοντάρια.”.
Τότε εμφανίζεται και η ψυχή του Τειρεσία στον οποίο ο Οδυσσέας είχε τάξει να σφάξει ένα κριάρι μαύρο, κατάμαυρο, το πιο όμορφο από τα σφάγια των θυσιών του: “Γιέ του Λάερτη θεικέ, πολύτεχνε Δυσέα, γιατί ήρθες, δόλιε, αφήνοντας του ήλιου τη λαμπράδα, να ιδείς τον Άδη, τους νεκρούς, τον άχαρο τον κόσμο; Τράβα απ΄το λάκκο το σπαθί κι αλάργα βάσταξέ το, αίμα να πιώ και να σου πω στερνά την πάσα αλήθεια.”. Και ποια ήταν τελικά η πάσα αλήθεια? “Μα όσα κι αν πάθετε δεινά θα πάτε στην πατρίδα”. Και αφού ο Οδυσσέας κατάφερε να φτάσει στη χώρα των νεκρών και να μιλήσει… ήταν βέβαιο ότι θα το επιχειρούσαν και άλλοι. Γιατί πίστευαν ότι το νεκρομαντείο ήταν ο τόπος που μπορούσε κανείς να συναντηθεί και να συνομιλήσει με τους προσφιλείς νεκρούς του, ύστερα βέβαια από μακρά διαδικασία και ιεροτελεστίες. Ήταν επίσης πιο προσιτό από το μέρος της θάλασσας. Και όσοι ταξίδευαν προς τα εκεί μόλις προσπερνούσαν το νότιο ακρωτήριο της Λευκάδας, τον Λευκάτα, νόμιζαν ότι έμπαιναν στη χώρα των νεκρών. Και από τη θάλασσα του Ιονίου έφθαναν στις εκβολές του Αχέροντα και από εκεί με πλοιάριο διέσχιζαν την κοίτη του ποταμού κι ανέπλεαν ανάμεσα από τις ιτιές και τις καλαμιές… όπως ακριβώς ένα σημερινό καίκι. Έπειτα αποβιβάζονταν στη βόρεια όχθη της Αχερουσίας λίμνης και από εκεί κοίταζαν τον σκυθρωπό σταχτόχρωμο γκρίζο βράχο πάνω στον οποίο θα ανηφόριζαν.

Οι ανασκαφές που έγιναν στην κορυφή του γκρίζου βράχου αυτού, 1958-1964, μας έδωσαν τόσα στοιχεία όσα χρειαζόμασταν για να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα του αρχαίου Νεκρομαντείου του Αχέροντα. Βεβαίως, πάνω από την αρχαιοελληνική κατασκευή υπάρχει ο ναός της Μονής του Αγίου Προδρόμου και ένα σχετικά σύγχρονο νεκροταφείο… Είναι γνωστό… το “καλό επικρατεί του κακού”.. όμως η απορία μου είναι ένα μοναστήρι στη θέση της εισόδου του Κάτω Κόσμου; Έγινε τυχαία χωρίς να γνωρίζουν τι υπήρχε από κάτω, ή έγινε ως σημείο “μετάνοιας”.

Για την κατασκευή του αρχαίου Νεκρομαντείου χρειάστηκε να ισοπεδωθεί ο βράχος και σε μερικά άλλα σημεία να λαξευτεί (παρόλο που μιλάμε για σκληρό γρανίτη). Ο περίβολός του είναι πολυγωνικός ορθογώνιος με διαστάσεις 62,4 Χ 46,30. Η είσοδος βρίσκεται στη βόρεια πλευρά. Μέσα στον περίβολο αυτό υπάρχει ένα κτίριο τετράγωνο. Μιλάμε για το κυρίως ιερό του Νεκρομαντείου με διαστάσεις πλευρών μήκους 22μ. Όμως το κτίριο αυτό δεν είναι μονοκόμματο. Χωρίζεται με δυο παράλληλους τοίχους σε μια κεντρική αίθουσα και δυο πλάγια κλίτη. Και τα κλίτη όμως χωρίζονται πάλι με μεσότοιχους σε τρία δωμάτια. Τρία από δεξιά και τρία από αριστερά. Τα δωμάτια κάθε κλίτους επικοινωνούν μεταξύ τους καθώς και με το κεντρικό κλίτος. Κάτω ακριβώς από αυτή την κεντρική αίθουσα υπάρχει μια υπόγεια διάβαση. Το εντυπωσιακό είναι ότι η διάβαση έγινε μέσα σε γρανιτένιο βράχο με σκάλισμα, λάξευση.
Η υπόγεια αυτή αίθουσα είναι το σκοτεινό ανάκτορο της Περσεφόνης (ή Φερσεφόνης όπως την ονόμαζαν) και του Πλούτωνα, του χθόνιου Θεού του Κάτω Κόσμου. Και τώρα θα γίνουμε η σκιά ενός επισκέπτη-προσκυνητή που πηγαίνει στο αρχαίο Νεκρομαντείο να συναντηθεί με τον προσφιλή του νεκρό, όπως πίστευε. και όπως είπαμε ήδη θα περάσει μέσα από μια εξαντλητική διαδικασία.
Βρισκόμαστε μπροστά στην βόρεια είσοδο του περιβόλου έχοντας διανύσει μια διαδρομή μέσα στην ομίχλη και την υγρασία. Τα χέρια μας είναι ήδη παγωμένα όχι τόσο από την θερμοκρασία, όσο από το δέος που αισθανόμαστε καθώς γνωρίζουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε. Στο σημείο που χωρίζεται ο κόσμος των ζωντανών από των νεκρών. Μπαίνουμε στην αίθουσα και καθοδηγούαστε να προχωρήσουμε στον βόρειο διάδρομο. Καθώς προχωρούμε, στα αριστερά μας βρίσκονται δυο δωμάτια κι ένα λουτρό. – Εδώ θα είναι το κατάλυμά σας για τις επόμενες μέρες. Εδώ θα έρθετε σε επαφή με τον εαυτό σας και θα εξαγνίσετε την ψυχή σας. Γιατί ο μεγαλύτερος άθλος του ζωντανού ανθρώπου είναι να εξαγνίσει την ψυχή του. Και πώς μπορεί να το καταφέρει αυτό; Μόνο αν συναντήσει τον ίδιο του τον εαυτό.. Αυτόν που δεν έχει ανάγκη να διακρίνει το καλό από το κακό, το δίκαιο από την αδικία, το όμορφο από το άσχημο. Περισυλλογή, απομόνωση, νηστεία.. Και πώς ξεπερνάς αυτό το στάδιο χωρίς να τρελαθείς; Μα φυσικά αναζητώντας να μιλήσει κάποιος.. Να ακούσεις μια φωνή. Και την ακούς. Μόνο που ακούς τον ίδιο σου τον εαυτό.

Αυτή η πρώτη διαδικασία απομόνωσης στοχεύει στην έντονη ψυχική κατάσταση. Ο επισκέπτης/προσκυνητής τρώει κατά τη διάρκεια τροφές που σχετίζονται με τα νεκρόδειπνα. Κριθαρένιο ψωμί, κουκιά, στρείδια θαλασσινά, γάλα και μέλι. Παράλληλα υποβαλλόταν σε πράξεις εξαγνισμού αλλά και “μαγείας” (εννοώντας φυσικά το “απόκοσμο”, το “αφύσικο”). Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα ταραχής αλλά και μυστηρίου, σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι ιερείς. Ο προσκυνητής άκουγε από αυτούς διηγήσεις εκπληκτικές. Άκουγε δεήσεις προς τους υποχθόνιους δαίμονες. Και ενώ ήταν έτοιμος να «ξεφύγει νοητικά», γινόταν παύση και περνούσε στο παρακείμενο δωμάτιο, το λουτρό, όπου υποβαλλόταν σε κάθαρση σωματική.
Το νερό ήταν στοιχείο κατευνασμού και με την ίδια “εμπειρία” περνούσε σε εκείνο το κατάλυμα κάποιες μέρες. Αμέσως μετά τον οδηγούσαν στον ανατολικό διάδρομο. Πριν όμως μπει στον διάδρομο αυτό, έριχνε μια πέτρα δεξιά του σαν να πετούσαν μια κακή κατάσταση. Μόλις έμπαινε στον διάδρομο υπήρχε ένα μεγάλο πιθάρι όπου έπλενε τα χέρια του για να μπει τελικά στο βορινό δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για την τελευταία φάση της «προετοιμασίας». Εκεί πλέον η «δίαιτα» γινόταν πιο αυστηρή και οι «μαγικές» πράξεις ακόμη πιο έντονες. Στόχος; Να δοκιμαστεί και να ταραχτεί ακόμη περισσότερο ο ήδη “ασταθής” προσκυνητής. Και σε όλο αυτό το διάστημα, οι ιερείς συνέχιζαν τις δεήσεις τους. Και όταν πλέον ο «οδηγός» (ιερέας των ειδώλων), έκρινε την κατάλληλη στιγμή της επικοινωνίας του με τους νεκρούς, τον οδήγούσε στον ανατολικό διάδρομο. Έκεί σε ένα λάκκο θυσίαζε πρόβατο και ύστερα περνούσε σε ένα άλλο διάδρομο σαν λαβύρινθο. Γιατί η ψυχή όταν φεύγει περνάει μέσα από ένα λαβύρινθο προσπαθώντας να βρει τον δρόμο της.
Ήταν τέτοια η “τεχνική” που όλος αυτός ο διάδρομος είχε λυχνίες, τοποθετημένες όμως με τέτοιο τρόπο και σε τέτοια σημεία, που ο λαβύρινθος φαινόταν ατελείωτος… Ο επισκέπτης, μετά απο αυτή την εμπειρία, πίστευε πως προχωρούσε στο βασίλειο του Άδη. Ύστερα από περάσματα από «πύλες», από σκοτάδια, ύστερα από προσφορές και θυσίες, ύστερα από σωματική και πνευματική εξέλιξη αλλά και ζαλάδα που προκαλούσαν ορισμένα είδη τροφής, έφθανε ο προσκυνητής στην τελευταία πύλη σε μια τελείως διαφορετική κατάσταση απο την αρχική.
Έμπαινε κατόπιν στην κεντρική αίθουσα όπου έχυνε στο λίθινο δάπεδο χοές για τους θεούς του κάτω Κόσμου, που κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα, στην λαξευμένη πέτρα. Και εκεί τελείωνε η πορεία του και μην αντέχοντας άλλο, έπεφτε στα γόνατα και περιμένοντας και ελπίζοντας ότι ήρθε η στιγμή να συναντήσει τον νεκρό του. Προσπαθήστε να το κάνετε εικόνα, είμαι σίγουρη ότι θα εκπλαγείτε από τη φιλοσοφία αυτού του εγχειρήματος. “Σα να ζεις ένα όνειρο ότι ανήκεις στους πεθαμένους ενώ στην πράξη έχει πεθάνει η ζωή που είχε συνηθίσει να είσαι μέρος της”.