ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ: Ως ποιο σημείο είναι αυθεντική η ιστορία του φημισμένου πύργου;

ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ: Ως ποιο σημείο είναι αυθεντική η ιστορία του φημισμένου πύργου;

Απο Φλωρεντία ιστορικός

Και είπεν ο Κύριος: “Ιδού εις λαός και πάντες έχουσι μιαν γλώσσαν και ήρχισαν να κάμνωσι τούτο και τώρα δεν θέλει εμποδισθή εις αυτούς παν ό,τι σκοπεύουσι να κάμωσι. Έλθετε, ας κατεβώμεν και ας συγχύσωμεν την γλώσσα αυτών, δια να μη εννοή ο εις του άλλου την γλώσσαν”… (Γένεσις) Και τότε σταμάτησε το κτίσιμο της πόλης και του πύργου.

Αυτή είναι η ιστορία του Πύργου της Βαβέλ, που θεωρήθηκε πρόκληση προς τον Ουρανό, σύμβολο, από τους βιβλικούς ακόμη χρόνους, της αλαζονείας των ανθρώπων και της ματαιότητας των ανθρωπίνων κτισμάτων. Υπήρχε λοιπόν στις όχθες του Ευφράτη μια απέραντη πόλη, ονομαστή ανάμεσα σε όλες για την λαμπρότητά της, που την έλεγαν Βαβυλώνα. Το 460 π.Χ ο Ηρόδοτος επισκέφθηκε την πόλη. Μερικές δεκάδες χρόνια προηγουμένως την είχαν περάσει δια πυρός και σιδήρου οι στρατιώτες του Ξέρξη. Και όμως. Ο Ηρόδοτος εντυπωσιάστηκε τρομερά από την πόλη.

Πριν δούμε ποιος ήταν ο θεός που λατρευόταν με τόση χλιδή, θα κάνουμε ένα άλμα οκτώ αιώνων. Το 355 μ.Χ ο Υποκριτίων ο Αλεξανδρεύς επισκέφθηκε την Βαβυλώνα. Η άλλοτε λαμπρή πόλη ήταν πλέον μόνο ερείπια. Ένας γέρος, κάτοικος του τόπου,τον οδήγησε μέσα από ένα δαίδαλο κατεστραμμένων σπιτιών και ερειπωμένων μνημείων. Κάποια στιγμή έφθασαν μπροστά στα ερείπια του πύργου. “Κτίσθηκε”, εξήγησε ο γέρος, “από γίγαντες που ήθελαν να σκαρφαλώσουν στον ουρανό. Γι΄αυτή τους την ασέβεια, άλλοι σκοτώθηκαν από κεραυνό και άλλοι, με διαταγή του θεού, δεν αναγνώριζαν ο ένας τον άλλον”.. Ο χρόνος συνέχισε το έργο του. Τα ερείπια συσσωρεύθηκαν και παρουσίαζαν στα μάτια των περιηγητών συγκεχυμένους σωρούς, που τους σκέπαζε σιγά σιγά η άμμος. Όμως ήδη από τον Μεσαίωνα οι άνθρωποι άρχισαν να ψάχνουν να βρουν τον περίφημο και μυστηριώδη πύργο, που ανέφεραν η Γραφή, ο Ηρόδοτος και ο Υποκριτίων.

Στο κέντρο του ιερού χώρου ήταν κτισμένος ένας στερεός πύργος, μήκους και πλάτους ενός σταδίου. Επάνω σε αυτό τον πύργο στηριζόταν ένας άλλος, επάνω σε αυτόν άλλος και κατά τον ίδιο τρόπο, υπήρχαν συνολικά οκτώ υπερκείμενοι πύργοι. Στο εξωτερικό μέρος του πύργου, και κυκλικά, υπήρχε θέσις για να κάθονται και να αναπαύονται όσοι ανέβαιναν. Στον τελευταίο πύργο βρισκόταν ένας μεγάλος ναός και μέσα στον ναό υπήρχε ένα κρεβάτι με πλούσια σκεπάσματα και ένα χρυσό τραπέζι. Κανείς δεν διανυκτέρευε εκεί, εκτός από μια γυναίκα του τόπου, που την όριζε ο ίδιος ο Θεός..” (Ηρόδοτος)

Τώρα να πω την αλήθεια αν ξεκινήσω να σας λέω πόσοι και πόσοι επιχείρησαν να εντοπίσουν τα ίχνη του από τον 12ο έως τον 18ο αιώνα, δεν θα τελειώναμε ποτέ. Φανταστείτε δε ότι με τον καιρό τα πράγματα συνεχώς γίνονταν δυσκολότερα. Ακόμη και η ίδια η πόλη της Βαβυλώνας είχε μεταμορφωθεί σε μια σειρά από αμμώδεις λοφίσκους όπου κατοικούσαν φίδια και σκορπιοί και μόνο το όνομα του ενός απ΄αυτούς, του Βαβύλ, θεωρείτο σημείο αναγνώρισης. Τελικά όμως δημιουργήθηκε σύγχυση και πριν από διακόσια χρόνια περίπου, κανείς από τους ερευνητές δεν συμφωνούσε για την τοποθεσία της πόλης. Τέσσερα “τελ” της Μεσοποταμίας (δλδ τέσσερις λοφίσκοι) είχαν αναγνωρισθεί επισήμως ως ερείπια του ονομαστού πύργου. Το ένα βρισκόταν κοντά στη Βαγδάτη, ανάμεσα στον Τίγρη και τον Ευφράτη. Δυο άλλα λίγο δυτικά και ανατολικά της πραγματικής τοποθεσίας της Βαβυλώνας. Αργότερα όμως ταυτίστηκαν με τις πόλεις Μπιρς-Νιμρούδ και Κις. Ο τέταρτος λοφίσκος ήταν προφανώς η Βαβέλ, που αντιστοιχούσε αναμφισβήτητα στην ακκαδική ονομασία της πόλης Μπαμπ-Ιλύ, που αργότερα έγινε Μπαμπ-Ιλανί. Οι Έλληνες κατά παραφθορά την έλεγαν Βαβυλώνα. Κανείς έως τότε δεν είχε σκεφτεί να σκάψει το έδαφος. Μόνο το 1842 έγινε η πρώτη ανασκαφή. Η επιστημονική έρευνα της Μεσοποταμίας άρχιζε.

Μια νέα επιστήμη γεννιόταν: η αρχαιολογία.

Αυτή η έρευνα επιφύλασσε πολλές εκπλήξεις. Υπήρχαν παντού πύργοι της Βαβέλ. Εκατό χρόνια μετά τις πρώτες ανασκαφές, οι αρχαιολόγοι είχαν ανακαλύψει στη Σουμερία και στην Ασσυρία τριάντα τρείς ιερούς βαθμιδωτούς πύργους, τα λεγόμενα “ζιγκουράτ” στους οποίους πρέπει να προστεθεί και αυτός που ανακάλυψε στο Μάρι ο Αντρέ Παρρό το 1952. Και καθώς όσο προχωρούσαν οι ανασκαφές έφεραν στο φως πολύτιμα γραπτά ή “εικονιστικά” ευρήματα, η πραγματική ιστορία των λαών, που ανέφερε η Γραφή, έπαιρνε σάρκα και οστά και μαζί της η ιστορία της θρησκείας τους και των πόλεων στις οποίες ζούσαν. Η Βίβλος είχε επιτέλους ανασυρθεί από την άμμο.

Το “ζιγκουράτ” του Νιμρούντ ερευνήθηκε πρώτο από τον Άγγλο Λαίυαρντ από το 1845 έως το 1851. Το 1852, η πρώτη αρχαιολογική αποστολή στην Βαβυλώνα άρχισε το έργο της κάτω από την προστασία του προξένου της Γαλλίας Φρενέλ. Τρία χρόνια αργότερα (δυστυχώς) σαράντα ένα κιβώτια γεμάτα αρχαιότητες, προερχόμενες από τις ανασκαφές, που είχαν φορτωθεί βιαστικά σε σχεδίες, βούλιαξαν στον Τίγρη. Ως τότε, όμως, δεν ήταν ακόμη γνωστά πολλά πράγματα για την Βαβυλώνα.

Το 1899 η γερμανική αποστολή με επικεφαλής τον Κόλντεβαυ, άλλαξε την μέθοδο των ανασκαφών. Αντικατέστησε την συστηματική λαφυραγωγία των αντικειμένων τέχνης, με την επιστημονική εξερεύνηση του αρχαιολογικού χώρου. Μετά από δεκαοκτώ χρόνια επίμονης εργασίας, το έδαφος ερευνήθηκε κατά στρώματα, τα θεμέλια των μνημείων ελευθερώθηκαν, οι δρόμοι και οι πύλες εντοπίστηκαν. Το σχέδιο της πόλης βρέθηκε. Η Βαβυλών αναστήθηκε! Όσο προχωρούσαν οι ανασκαφές, οι αρχαιολόγοι ανακάλυπταν συνεχώς περισσότερες ενεπίγραφες πινακίδες με σφηνοειδή γραφή (μιλάμε για ολόκληρες βιβλιοθήκες για να καταλάβετε) που τελικά κατόρθωσαν να αποκρυπτογραφήσουν. Έπειτα, όσο εισχωρούσαν στην ιστορία του βαβυλωνιακού πολιτισμού, ήταν φανερό τι “όφειλαν” να ανακαλύψουν. Ήταν γνωστό, ότι μεταξύ άλλων, “έπρεπε” να υπάρχει ένα ζιγκουράτ και ότι ο περίφημος πύργος της Βαβέλ δεν μπορούσε παρά να είναι αυτός. Δεν ήταν όμως ο λοφίσκος Βαβύλ.. Τέλος, κατόρθωσαν να εντοπίσουν τον πύργο μαζί με τα ερείπια ενός ανακτόρου (θερινού) του Ναβουχοδονόσορος Β΄. Η καθαυτή πόλη της Βαβυλώνας απείχε δυο χλμ προς Νότο. Εκεί βρέθηκαν πολλά ανάκτορα. Σε ένα απ΄αυτά υπήρχε ένα από τα Επτά Θαύματα του κόσμου (που δεν ήταν επτά αλλά δεν είναι της ώρας), οι Κρεμαστοί Κήποι, κήποι επάνω σε δώματα που χτίστηκαν για χάρη μια βασίλισσας, της Σεμιράμιδος. Ανακαλύφθηκαν επίσης πενήντα τρεις ναοί, που ο μεγαλύτερος, ο Εσαγκίλ, ήταν αφιερωμένος στον κυριότερο θεό της πόλης, τον Μαρδούκ. Το βασικότερο όμως αποδεικτικό στοιχείο, ήταν μια πήλινη πινακίδα γεμάτη επιγραφές, λεγόμενη “Πινακίδα του Εσαγκίλ”. Ήταν το κλειδί που αναζητούσαν τόσο καιρό. Όταν αποκρυπτογράφησαν τις επιγραφές, αποκαλύφθηκε ότι περιείχαν τις αναλογίες του ζιγκουράτ της Βαβυλώνας (αυστηρών καθορισμένες σύμφωνα με τους κανόνες ιερών αριθμών). Και οι διαστάσεις που ανέφερε αυτή η πινακίδα συμφωνούσαν απόλυτα με αυτές που ανέφερε ο Ηρόδοτος και τις είπαμε στην αρχή του νήματος.

Δυστυχώς, αντίθετα από άλλα ζιγκουράτ, όπως του Τζόγκα-Ζαμπίλ ή της Ουρ, που διατηρούνταν ακόμη σε εντυπωσιακό ύψος, δεν χρειάστηκε να ελευθερώσουν το ζιγκουράτ της Βαβυλώνας από την άμμο. Στη θέση του Πύργου της Βαβέλ υπήρχε μια τεράστια οπή γεμάτη νερό. Αλλά βρέθηκαν τα σχέδια των θεμελίων του (μόνο το 7ο βιβλίο του Στράβωνα δεν μπορούμε να βρούμε και αυτό γιατί αναφερόταν στην Μακεδονία..αλλά πάμε παρακάτω). Ενα τετράγωνο, με πλευρές μήκους ενενήντα ενός μέτρων. Αποτελείτο από ένα πυρήνα ωμών πλίνθων με γερό περίβλημα οπτών (ψημένων) πλίνθων πλάτους δεκαπέντε μέτρων. Το ύψος του πύργου σύμφωνα με την Πινακίδα του Εσαγκίλ, ήταν επίσης ενενήντα ένα μέτρα, όπως ακριβώς και η βάση του. Μιλάμε δλδ για ένα γιγαντιαίο πύργο, το υψηλότερο ζιγκουράτ της Μεσοποταμίας. Από τότε έγινε δυνατή, σπιθαμή προς σπιθαμή, η αναπαράσταση της καταπληκτικής ιστορίας του πρώτου και ενδοξότερου ουρανοξύστη.

Θα σας κάνω τώρα ένα μικρό ταξίδι. Βρισκόμαστε στον 20ο αι.π.Χ. Δώδεκα εκατοντάδες χρόνια μας χωρίζουν ακόμη από την ίδρυση της Ρώμης. 1964. Η χώρα ανάμεσα στον Τίγρη και τον Ευφράτη δεν ήταν ακόμη η μολυσμένη από τα πετρέλαια και κατάσπαρτη από φοίνικες έρημος που σκέπαζε αργότερα το Ιράκ. Έμοιαζε μάλλον με..πώς να το πω…επίγειο παράδεισο. Αναρίθμητες διώρυγες άρδευαν την απέραντη μεσοποταμιακή πεδιάδα και την έκαναν φυσικά πολύ εύφορη. Στις όχθες των δυο ποταμών υπήρχαν πλούσιες πόλεις με ζωηρή κίνηση. Εριδού, Ουρουκ, Ουρ, Νιππούρ, Σιππάρ, Ισίν, Λάρσα, Βαβυλών. Όλη η χώρα βρισκόταν σε πλήρη δραστηριότητα. Κάθε πόλη αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος, αν και απείχαν, πολλές φορές, λίγα χλμ η μια από την άλλη. Ποια απ΄ όλες όμως θα εξασφάλιζε τελικά την υπεροχή? Ουσιαστικά, δυο απ΄αυτές, εδώ και δυο αιώνες,έδιναν σκληρή μάχη για την απόλυτη κυριαρχία : η Ισίν και η Λάρσα.

Το παλαιό ενοποιημένο κράτος της Σουμερίας, ήταν απλώς μια ανάμνηση. Ποιος θα έπαιρνε την θέση του σε αυτό τον διαμελισμό? Να, όμως, που στην αρχή του 20ου αι., ένας Αμορραίος, ένας άνδρας που ήρθε από την Ανατολή, ανακηρύχθηκε βασιλιάς σε μια από αυτές τις πόλεις. Ονομαζόταν Σουμού-Αμπούμ και η πόλη του δεν ήταν περισσότερο ή λιγότερο σημαντική από τις άλλες. Ο Σουμού-Αμπούμ όμως ήταν αυτό που λέμε “ηγέτης”. Συνειδητοποίησε αμέσως δυο πράγματα. Πρώτον, η πόλη του βρισκόταν στο κέντρο της Ακκαδίας και της Σουμερίας, στο σημείο όπου ο Τίγρης και ο Ευφράτης πλησιάζουν ώστε να ενώνονται σχεδόν. Αποτελούσαν δλδ ένα φυσικό συγκοινωνιακό κόμβο και επομένως η πόλη έπρεπε να γίνει η πρώτη εμπορική αγορά της Μεσοποταμίας. Δεύτερον, σε αυτή την πόλη βρισκόταν το ιερό του θεού Μαρδούκ και όπως είπαμε, ο Μαρδούκ ήταν ο ισχυρότερος απ΄όλους τους θεούς. Αυτή λοιπόν η πόλη, που είχε όλα τα προσόντα να γίνει οικονομικό και πνευματικό κέντρο, ήταν η Βαβυλώνα. Τότε άρχισε η καταπληκτική ιστορία της θρυλικής αυτής πόλης, που τελείωσε δεκαπέντε αιώνες αργότερα μέσα στο αίμα και τις φλόγες.

Ακόμη και το όνομα της πόλης ήταν συμβολικό: “Μπαμπ-Ιλύ” = Πύλη του θεού, που οι Εβραίοι μετονόμασαν σε Βαβέλ. Έπειτα την ονόμασαν στον πληθυντικό Μπαμπ-Ιλανί=Πύλη των θεών, που τελικά, όπως είδαμε ήδη, έγινε στα ελληνικά “Βαβυλών”.. Ακόμη και ο θεός της Μπαμπ-Ιλύ, ο Μαρδούκ, ήταν ο θεός της ευφορίας και είχε για σύμβολο ένα φτυάρι. Την εποχή που ο Σουμού-Αμπούμ ανέβηκε στον θρόνο, όλη η χώρα είχε αρχίσει να βλέπει στην μορφή του Μαρδούκ την υπέρτατη θεότητα,αυτή από την οποία εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Ο Μαρδούκ εξουσίαζε τις εποχές, ρύθμιζε την αφθονία της συγκομιδής. Τίποτε δεν θα έδινε περισσότερο κύρος στην πόλη, από την επίσημη αναγνώρισή του ως “βασιλέως όλων των θεών”. Σε πενήντα χρόνια έγινε κι αυτό.

Ο Σουμού-Αμπούμ όχι μόνο υπέταξε την Ισίν και την Λάρσα και εξύψωσε πολιτικά την Βαβυλώνα, αλλά και έδωσε το προβάδισμα στον θεό Μαρδούκ στο πάνθεο της Ακκαδίας. Στη θέση του αρχαίου ιερού μπήκαν τα θεμέλια ενός κολοσσιαίου ναού. Με διαταγή του βασιλέως, οι ιερείς της Βαβυλώνας ανέλαβαν μια μεγάλη θρησκευτική μεταρρύθμιση, μια καθολική αλλαγή στην ιεραρχία των θεοτήτων. Οι θεοί κατατάσσονταν σε οικογένειες. Στην πρώτη σειρά ερχόταν ο Ανού (ο θεός του ουρανού), ο Ενλίλ-Βελ (ο θεός της γης), ο Ενκί-Εά (ο θεός των υδάτων) και ο Νεργκάλ (ο θεός της κολάσεως). Έπειτα ερχόταν η Σιν (σελήνη), ο Σαμάχ (ήλιος) η γνωστή σας Ιστάρ ή Αστάρτη (δλδ η Αφροδίτη) και τελευταίος Νιμούρτα (ο θεός του πολέμου). Όλοι όμως ήταν υποταγμένοι στον ίδιο “κύριο”, τον Μαρδούκ. Η Βαβυλώνα κέρδισε την πρώτη πνευματική θέση στην χώρα. Γιατί ο Σουμού-Αμπούμ είχε άξιους διαδόχους : τους Σουμουλαιλούμ, Ζαμπούμ, Απλισίν,Σιμουμπαλί. Ξέρω ότι αυτά τα ονόματα σας φαίνονται αστεία. Όμως κρύβουν διάσημους άνδρες, κατακτητές και καλούς ηγέτες.

Ο διασημότερος από αυτούς είναι ο Χαμμουραμπί (μην μου πείτε ότι δεν τον ξέρετε) που βασίλευε από το 1955 έως το 1913 π.Χ (βεβαίως εγώ βρίσκω από το 1750 έως το 1713). Δεν θα αναφερθούμε στην γνωστή τεράστια στήλη με την σφηνοειδή γραφή.Το έχουμε ήδη κάνει. Μιλάμε για τον πρώτο γνωστό πολιτικό κώδικα, τον πρόδρομο του κώδικα του Ιουστινιανού και του Ναπολέοντα. Η Βαβυλώνα έδωσε τον πρώτο γραπτό νόμο, όπως σκόρπισε στον κόσμο την ακτινοβολία της δύναμης και του πολιτισμού της. Αυτή η ακτινοβολία υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε, όταν οι Κασσίτες (βάρβαρος λαός που κατέβηκε από τα βουνά της Ανατολής) κατέλαβαν την λαμπρή πολιτεία, αφομοίωσαν τον βαβυλωνιακό πολιτισμό και προσπάθησαν να διατηρήσουν τόσο το μεγαλείο της όσο και το “γόητρο” του ονομαστού θεού.. Ακόμη, στην βασιλεία του Χαμμουραμπί χρονολογείται το σπουδαιότερο κείμενο της βαβυλωνιακής φιλολογίας, το μεγάλο “Ποίημα της Δημιουργίας”, που είναι χαραγμένο σε επτά μεγάλες πήλινες πινακίδες. Αναφέρεται σε έναν παντοδύναμο θεό και είναι φανερό ότι πρόκειται για τον Μαρδούκ: “τον κύριο των θεών του Ουρανού και της Γης, τον βασιλέα των θεών του Ουρανού και της Γης, τον υπέρτατο αρχηγό όλων των ηγεμόνων,τον βασιλέα όλων των θεών και όλων των βασιλέων”.. Δεν ξέρω αν καταλάβατε ότι οι “ποιητές” δεν έβρισκαν λόγια για να υμνήσουν το μεγαλείο του. Η ιστορία απέδειξε, ότι οι αρχιτέκτονες δεν βρήκαν αρκετές πλίνθους για να οικοδομήσουν τον μοναδικό ναό, που θα ήταν αντάξιός του. Δεν υπήρχε αρκετή ποσότητα πλίνθων και όσο κι αν φαίνεται παράξενο ούτε αρκετός χρόνος.

Η Βαβυλώνα καταστράφηκε οριστικά από τον Ξέρξη το 469 π.Χ. Σε όλο όμως το διάστημα των δεκαπέντε αιώνων της ιστορίας της, ο πύργος της Βαβέλ δεν έπαψε ούτε στιγμή να είναι μια γιγαντιαία οικοδομή.

Οι λόγοι που ο πύργος της Βαβέλ δεν έπαψε στιγμή να είναι μια γιγαντιαία οικοδομή είναι δυο : Ο πρώτος είναι θρησκευτικής φύσεως και κατά συνέπεια και πολιτικής. Το κύρος της Βαβυλώνας επί μιάμιση χιλιετηρίδα ήταν συνδεδεμένο με την τύχη του θεού Μαρδούκ, γιατί όλοι οι ηγεμόνες προσπάθησαν να καλλωπίσουν και να ανυψώσουν τον ιερό ναό. Οι Βαβυλώνιοι είχαν τόσο πολύ συνηθίσει το γεγονός, ώστε ποτέ δεν θεωρούσαν την οικοδόμηση τελειωμένη, ακόμη κι αν αυτό συνέβαινε φαινομενικά. Ήξεραν ότι σε λίγο ο πύργος θα γινόταν ψηλότερος και ακόμη ψηλότερος, έως ότου θα έφτανε τις καθορισμένες από τους μαγικούς αριθμούς διαστάσεις. Σε όλο το διάστημα της ιστορίας της Βαβυλώνας, ο καλλωπισμός του ναού του Εσαγκίλ, που σήμαινε “το σπίτι με την ψηλή στέγη” και του πύργου, που βρισκόταν στο κέντρο του, του “Ετεμενάκι”, σύμφωνα με το βαβυλωνιακό του όνομα, δλδ του “ακρογωνιαίου λίθου μεταξύ Ουρανού και Γης”, φαίνεται ότι αποτελούσε σοβαρότατο έργο για τους ηγεμόνες. Και θα λέγαμε το ίδιο σοβαρό όσο η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρα, της οικονομικής της ισορροπίας και της στρατιωτικής της δύναμης.

Οι επιγραφές που άφησαν οι ηγεμόνες (και ιδιαίτερα οι τελευταίοι) μαρτυρούν ως ποιο σημείο το κύρος τους ήταν συνδεδεμένο με το κάλλος και το μεγαλείο του ναού. Ο Ναβοπλάσαρ γράφει: “Ακολουθώντας τις οδηγίες του Μαρδούκ, συνέλαβα ένα σχέδιο και σαν θησαυρό διατηρούσα τα μέτρα του στην μνήμη μου. Χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμες πέτρες του βουνού και της θάλασσας, σκορπίστηκαν με αφθονία στα θεμέλιά του, καθώς και αιθέρια έλαια και αρώματα ανάμεσα στις πλίνθους”.. Ο διάδοχος του Ναβουχοδονόσορ χάραξε στον πηλό : “Ο πατέρας μου ύψωσε τον πύργο κατά τριάντα πήχεις, αλλά δεν έκτισε την κορυφή. Εγώ διέταξα να φέρουν μεγάλους κέδρους από το δάσος του Λιβάνου. Έκανα τις πύλες του περιτειχίσματος να λάμπουν σαν τον ήλιο”. Στις αρχές του 20ου αι. π.Χ κτίστες έκτισαν τον πύργο. Δεκατέσσερις εκατονταετίες αργότερα, όλοι οι λαοί της αυτοκρατορίας, από τον Βορρά ως τον Νότο, από το βουνό ως την θάλασσα, επιστρατεύτηκαν για το τιτανικό αυτό έργο με τον ηγεμόνα επικεφαλής, όπως μαρτυρούν παραστάσεις που τον δείχνουν αν γέρνει κάτω από το βάρος ενός κοφινιού γεμάτου πλίνθους.

Η δεύτερη αιτία της συνεχούς οικοδομήσεως του μυθικού πύργου, ήταν ιστορική. Είχε μάλιστα ένα όνομα : ΑΣΣΟΥΡ. Ήταν συγχρόνως το όνομα μιας πόλης και ενός θεού. Γιατί υπήρχε στα βόρεια μιας πόλης, που αύξανε κάθε μέρα σε δύναμη και την κατοικούσε ένας θερμόαιμος λαός. Οι Ασσύριοι, ακούραστοι κυνηγοί και τρομεροί πολεμιστές, ήταν ονομαστοί για την αντοχή και την σκληρότητά τους. Άρχισαν τις εχθροπραξίες με την Βαβυλώνα από τα μέσα του 14ου αι. Η δύναμη της Βαβυλώνας λιγόστευε όσο μεγάλωνε η δύναμη της Ασσούρ. Τον 12ο αι., οι Ασσύριοι εισέβαλαν στην Βαβυλώνα. Η βαβυλωνιακή αυτοκρατορία κατέρρευσε και η Ασσούρ κυριάρχησε σε ολη την Εγγύς Ανατολή. Τότε άρχισε ο “γολγοθάς” της Βαβυλώνας. Κράτησε πεντακόσια χρόνια. Είναι η ιστορία των εξεγέρσεων της ωραίας ιερής πόλης εναντίον της ασσυριακής τυραννίας. Κάθε φορά όμως, η Βαβυλώνα πλήρωνε με το αίμα της και με τα ερείπια της πόλης, την αγάπη της για ανεξαρτησία.

Σε αντιστάθμισμα όμως, δεν άφησε στο διάστημα πέντε αιώνων ούτε πενήντα χρόνια ήσυχους τους κατακτητές της. Όταν η Ασσούρ και έπειτα η Νινευή (η νέα ασσυριακή πρωτεύουσα) περνούσαν κρίση, τότε η Βαβυλώνα απολάμβανε κάποια σχετική ελευθερία. Αντιθέτως, όταν οι Ασσύριοι ηγεμόνες ήταν ισχυροί, τότε χτυπούσαν αλύπητα. Εξορμούσαν, λεηλατούσαν την πόλη, κατεδάφιζαν τον πύργο και έπαιρναν μαζί τους το άγαλμα του θεού Μαρδούκ…(έχουμε πει για τις “κλοπές” αγαλμάτων θεών) και το επέστρεφαν μόλις ηρεμούσαν τα πνεύματα. Και κάθε φορά η Βαβυλώνα ξανάκτιζε για τον θεό της έναν ναό πάντοτε λαμπρότερο και πάντοτε υψηλότερο.

Ήρθε, όμως, κάποια μέρα, που η Ασσυρία έχασε την δύναμή της. Ένας ανυπότακτος στρατηγός, ο Ναβοπολάσαρ, κατόρθωσε να διώξει οριστικά τους Ασσύριους το 626. Λίγα χρόνια αργότερα κατέστρεψε την πρωτεύουσά τους. Η βασιλεία τους γιού του, Ναβουχοδονόσορος, σήμανε την αναγέννηση του βαβυλωνιακού κράτους, που μεσουράνησε με τα πλούτη του, το μεγαλείο του και την λαμπρότητά του. Η πόλη με τους χίλιους πύργους των αρχαίων ιστορικών, έγινε ωραιότερη παρά ποτέ και ο ιερός ναός του Μαρδούκ έφθασε σε τόση λαμπρότητα, ώστε δικαίως έπρεπε να θεωρείται επιτέλους τελειωμένος. Την Βαβυλώνα του Ναβουχοδονόσορα γνώρισαν οι Εβραίοι που οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στην πόλη του Μαρδούκ, μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ.

Είχαν ακουστά για την ειδωλολατρική πόλη, για τη δύναμή της, για τα τεράστια κτίριά της, για τα πλούτη της και για την έκλυτη ζωή των κατοίκων της. Όταν έφθασαν μπροστά στην οχυρή πρωτεύουσα, που έμοιαζε με τον ομφαλό του κόσμου, το θέαμα ξεπέρασε τα όρια της φαντασίας τους. Θα μπορούσε άλλωστε να μας εντυπωσιάσει ακόμη και σήμερα. Ας φανταστούμε ένα ορθογώνιο μήκους 3000 μ. και πλάτους 1700 μ. Προστατευόταν από τείχη, αυτά που ο Κόλντεβαυ χρειάσθηκε δεκαπέντε χρόνια να φέρει στο φως. Ήταν θαμμένα κάτω από είκοσι τέσσερα μέτρα άμμου. Βρήκε φυσικά μόνο τα θεμέλια. Είχαν τριάντα πέντε μέτρα πλάτος και ασφαλώς το ίδιο ύψος και μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μήκος. Αυτό το γιγαντιαίο πλίνθινο ορθογώνιο, με τους τριακόσιους εξήντα πύργους, βρισκόταν στις όχθες του Ευφράτη. Εκατό περίπου πύλες οδηγούσαν στην πόλη, που απλωνόταν λουσμένη στον καυτό ήλιο της Μεσοποταμίας, με τα μεγαλοπρεπή της πλίνθινα ανάκτορα και τα χρυσά της στολίδια. Στο κέντρο, στις όχθες του ποταμού, ο ναός του Εσαγκίλ. Άλλο τείχος, άλλοι πύργοι, άλλες πύλες. Στο μέσον της εσωτερικής αυλής, να “επιτέλους” το “Ετεμενάκι”, ο πύργος της Βαβέλ, ο πύργος των πύργων, ο τόπος όπου η Γη και ο Ουρανός σμίγουν.

Όπως όλοι οι ιεροί πύργοι της Ακκαδίας δεν έμοιαζε σε τίποτε με την εικόνα που ζωγράφισε ο Μπρύγκελ το 1555. Ήταν όπως αναφέραμε, ένα βαθμιδωτό οικοδόμημα, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν ο ναός. Ο πρώτος όροφος είχε ύψος τριάντα τριών μέτρων, ο δεύτερος δεκαοκτώ, ο τρίτος, ο τέταρτος, ο πέμπτος και ο έκτος, έξι. Ο καθαυτό ναός, από γαλάζιες πλίνθους και με στέγη από καθαρό χρυσάφι, υψωνόταν δεκαεπτά μέτρα πάνω από το έκτο δώμα…. Υπολογίζεται ότι χρειάστηκαν 85 εκατομμύρια πλίνθοι. Δυο κάθετες κλίμακες οδηγούσαν στον πρώτο όροφο και μια τρίτη, κεντρική, που βρισκόταν στην πρόσοψη του ναού και ξεκινούσε από το έδαφος, σε κάθετη γραμμή, οδηγούσε στον δεύτερο. Ο Κόλντεβαυ βρήκε όχι μόνο την θέση τους αλλά και τα πρώτα σκαλοπάτια. Στους υψηλότερους ορόφους ανέβαινε κανείς από το εσωτερικό του πύργου…

Στον “κάτω ναό” ήταν το ολόχρυσο άγαλμα του θεού Μαρδούκ, που κατά τον Ηρόδοτο ζύγιζε είκοσι τρεις τόνους περίπου.. Επίσης ο Ηρόδοτος μας λέει ότι, στον “ναό της κορυφής” υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι και ένα τραπέζι από καθαρό χρυσάφι. Κανένα άγαλμα. Η είσοδος στο τελευταίο αυτό ιερό επιτρεπόταν σε μια γυναίκα, μια ιέρεια, την σύζυγο του θεού. Στα πόδια του πύργου, η πύλη της Ιστάρ, μια από τις δυο μεγάλες βορεινές πύλες, οδηγούσε στην “πομπική οδό”, μια μεγαλοπρεπή λεωφόρο πλάτους 23 μ., με τείχη, από τα δυο μέρη, πλάτους 7 μ. με σμαλτωμένες πλίνθους. Παρίσταναν εκατοντάδες λιοντάρια με ανασηκωμένη χαίτη που έδειχναν τα μυτερά τους δόντια. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με πλάκες από λευκή πέτρα. Κάθε πλάκα είχε την εξής επιγραφή : “Εγώ, ο Ναβουχοδονόσορ, βασιλεύς της Βαβυλώνος, γιος του Ναβοπολάσαρ, βασιλέως της Βαβυλώνος. Για την πομπή του μεγάλου ηγεμόνα Μαρδούκ έστρωσα τον δρόμο της Βαβυλώνος με πλάκες από πέτρα της Σαντού. Ηγεμόνα Μαρδούκ χάρισέ μας την αιώνια ζωή”..

Η πύλη της Ιστάρ, πραγματικό οχυρό, ήταν δίπλα στο ανάκτορο του Ναβουχοδονόσορος και γειτόνευε με τους Κρεμαστούς Κήπους. Από την πύλη αυτή κάθε χρόνο, στην εορτή του Νέου Έτους (που γινόταν τις πρώτες ημέρες της άνοιξης) περνούσε η πομπή, που μετέφερε το άγαλμα του Μαρδούκ (ο Ηρόδοτος ίσως να είχε υπερβάλει το βάρος του..) σε ένα ναό έξω από την πόλη, όπου έμενε αρκετό διάστημα πριν επανέλθει στον πύργο. Ακολουθούσε μια μεγαλοπρεπής τελετή, την οποία παρακολουθούσε όλος ο λαός και όπου ο βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να ταπεινωθεί μπροστά στο άγαλμα του Θεού, να εξομολογηθεί δημόσια και να δεχθεί να τον χαστουκίσει ο μέγας ιερέας (κάτι σας έχω πει και πάνω σε αυτό το έθιμο). Τότε, ανεβαίνοντας αργά τους διαδοχικούς ορόφους του ιερού πύργου, μια ιέρεια, η συμβολική σύζυγος του θεού, πήγαινε να κλεισθεί στον ναό ανάμεσα στα παραπετάσματα και στα πολύτιμα μέταλλα, “υψηλά”, στο ψηλότερο σημείο του πύργου, όσον το δυνατόν πιο κοντά στον ουράνιο σύζυγό της.

Αυτός είναι ο πύργος της Βαβέλ στο απόγειο του βαβυλωνιακού πολιτισμού.

Οι Εβραίοι, οι “δούλοι του Αιωνίου και Μοναδικού Θεού”, ήταν φυσικό να βλέπουν τον μεγαλειώδη αυτό ειδωλολατρικό ναό σαν αλαζονική πρόκληση εναντίον του Ουρανού… Στην βαβυλωνιακή θεολογία δεν ήταν όμως πρόκληση εναντίον του Ουρανού, αλλά καθεδρικός ναός. Ήταν ένα γιγαντιαίο βάθρο για τον άνθρωπο, που με αυτό προσπαθούσε να πλησιάσει τον βασιλέα των θεών. Για τον θεό, ένα είδος “αποβάθρας”, όπου μπορούσε να αποβιβασθεί στην Γη. Οπωσδήποτε, ένας δεσμός με τον άνθρωπο, ένα σημείο επαφής, ένας ακρογωνιαίος λίθος μεταξύ Ουρανού και Γης.

Ο Αντρέ Παρό, ο μεγάλος Γάλλος αρχαιολόγος, έδωσε τον καλύτερο ορισμό του. Ο πύργος ήταν μια σκάλα και ο ναός, στην κορυφή, μια πύλη. Οι Εβραίοι όμως δεν μπορούσαν να δώσουν αυτή την ερμηνεία στο μεγαλοπρεπές και υπερήφανο αυτό κτίριο των προαιώνιων εχθρών τους, που το θεωρούσαν με την προκλητική του χλιδή, ένα γιγαντιαίο “χρυσό μόσχο” στο κέντρο μια διεφθαρμένης πόλης. Και για να μην παρεξηγηθώ για τα γραφόμενά μου… για τον αφηγητή της Γενέσεως, ήταν πολύ λογικό ένα τέτοιο οικοδόμημα να επισύρει την οργή του αληθινού Θεού. Γιατί όμως αυτή η τιμωρία πήρε την μορφή “της συγχύσεως των γλωσσών”? Οι γλωσσολόγοι έδωσαν περίεργη απάντηση στο ερώτημα. Η Γραφή “εξήγησε” απλώς το όνομα της Βαβυλώνας “Μπαμπ-Ιλύ”, με την εβραική ρίζα “βαλάλ” η οποία σημαίνει “συγχέω”. Η Βαβυλώνα λοιπόν είναι η πόλη της συγχύσεως. Παράξενη ερμηνεία η αλήθεια είναι, σε ένα λογοπαίγνιο που δεν έγινε θεληματικά. Γιατί φαίνεται ότι αυτός που είχε κάνει την σύγχυση ήταν ουσιαστικά ο αφηγητής της Γενέσεως.

Δεν θα το ερευνήσουμε περαιτέρω καθώς όπως έχω πει πολλές φορές μιλάμε για “συμβολισμούς” και είναι εύκολο ο δικός μου συμβολισμός να διαφέρει από τον δικό σας.. Η νέα βαβυλωνιακή αυτοκρατορία, που δημιουργήθηκε μετά την εξέγερση εναντίον των Ασσυρίων, διατηρήθηκε πολύ λίγο: ογδόντα πέντε χρόνια μόνο. Ασήμαντος αριθμός συγκρινόμενος με τους πέντε αιώνες της αιματηρής υποδούλωσής της. Μετά την βασιλεία του Ναβουχοδονόσορος, η δύναμη της αυτοκρατορίας μειώθηκε στα χέρια του Ναβόνιδος, του αρχαιοδίφη βασιλιά, που ενδιαφερόταν περισσότερο για την συλλογή αρχαίων αντικειμένων παρά για το κράτος του. Δεν χρειάζονταν περισσότερα για να επωφεληθούν οι ισχυροί γείτονες, οι Πέρσες. Το 539 ο Κύρος κυρίευσε την πρωτεύουσα με δόλο και την προσάρτησε στο κράτος του. Άρχισαν πάλι οι εξεγέρσεις. Ο Δαρείος κατέστειλε μια απ΄αυτές το 521. Η τελευταία όμως εξέγερση πνίγηκε στο αίμα απο τον Ξέρξη το 469. Η καταστροφή απλώθηκε για τελευταία φορά στην πόλη του Μαρδούκ.

Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος, γοητευμένος ίσως από τις αφηγήσεις του Ηρόδοτου, ζήτησε να δει το 323 την φημισμένη πόλη, την βρήκε ερειπωμένη να πνέει τα λοίσθια.. Σταμάτησε την πορεία του και διέταξε τον στρατό του να την ανοικοδομήσει.. Δεν πρόλαβε, όμως, γιατι πέθανε μόλις άρχισε το έργο αυτό. Στην αρχή του προηγούμενου αιώνα η Βαβυλώνα είχε απομείνει ένα ετοιμόρροπο χωριό στην μέση ενός ωραίου δάσους από φοινικιές. Ο χρόνος, η διάβρωση, ο αέρας φορτωμένος με άμμο, έθαψαν και ισοπέδωσαν σιγά σιγά αυτό που οι άνθρωποι δεν είχαν καταφέρει να καταστρέψουν.

Ο πύργος της Βαβέλ εξαφανίστηκε και αυτός παραδομένος στην τραγική του μοίρα, που ήταν ίσως η τιμωρία που του είχε προφητεύσει η Γραφή. Χρειάστηκαν δεκαπέντε αιώνες για να κτισθεί ο ναός του Μαρδούκ. Θα χρειαστούν άλλοι τόσοι για να καταστραφεί πλίνθο προς πλίνθο. Τελικά τον εκμεταλλεύτηκαν σαν λατομείο και οι πλίνθοι του χρησίμευσαν για την οικοδόμηση πόλεων και χωριών στα περίχωρα. Ακόμη και σήμερα βρίσκει κανείς σκορπισμένες στις πεδιάδες της Μεσοποταμίας, πλίνθους που φέρουν την σφραγίδα των δούλων του Μαρδούκ…. Η Βαβυλώνα εγκατέλειψε την ιστορία για τον κόσμο των αναμνήσεων…

Δείτε ακόμα: Η πυρπόληση της «αιώνιας πόλης» – Ποιος έκαψε την Ρώμη; Ο Νέρωνας ή ο Παύλος;

Αφήστε μια απάντηση