ΤΑ ΠΑΘΗ Η ΚΑΘΑΡΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ

Είναι γεγονός ότι οι Στωϊκοί οικοδόμησαν την απλοϊκή τους δοξασία
επάνω στις αναλύσεις του Αριστοτέλη όταν εκείνος μιλούσε για τις
παραστάσεις ως “παθήματα της ψυχής”. Όμως ο Αριστοτέλης ποτέ δεν
δίδαξε, όπως οι Στωϊκοί την απάθεια, ως προϋπόθεση και κανόνα της
αρετής. Και δεν συμβούλευε την εξάλειψη αλλά τον μετριασμό των
παθών, τη μεσότητα, όπου τα πάθη υποταγμένα στο μέτρο, κατά την
αντίληψη του, λειτουργούν με ισορροπία στον ομαλό ψυχικό κόσμο.
Όμως ο Σταγειρίτης φιλόσοφος μας εντάσσει σε μια καινούργια
αντίληψη, όταν μιλώντας περί της Καθάρσεως, αναφέρεται στο περί
“ελέου και φόβου”. Με άλλα λόγια σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του J.
Croissant, ο Αριστοτέλης προσεγγίζει με ψυχοφυσιολογικό επίπεδο
την «Κάθαρση». Φαίνεται (πάντα κατά τον J. Croissant) ότι ο
Αριστοτέλης (ας μη ξεχνάμε ότι ήταν γιος γιατρού και ο ίδιος υπήρξε
και πέραν των άλλων και φυσιολόγος) είχε παρατηρήσει από
ψυχοφυσιολογική πλευρά τις μυστηριακές τελετές και τα ιερά όργια
και είχε πειστεί ότι ο παροξυσμός με την συμβολή της όρχησης έχει ως
κατάληξη το ” κουφίζεσθαι μέθ΄ ηδονής “. Η έξαρση του πάθους, κάτω
από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ουσιαστικά γυμνάζει τη ψυχή, και
παράλληλα δαμάζει τα πάθη εκτονώνοντας τα, με τρόπο
ανακουφιστικό από την πίεση που αυτά ασκούν.
Έχουμε δηλαδή μια ομοιοπαθητική μέθοδο (η μέθοδος ήταν γνωστή
στους αρχαίους γιατρούς “το όμοιον δια του ομοίου”, εξάλλου ο
μιθριδατισμός θα μπορούσε να συμπεριληφθεί εκεί) με το φόβο και
τον έλεο που μας γιατρεύει (παράδοξο ή παιχνίδι της ειρωνείας
άραγε) από τον φόβο και τον έλεο και τα “τοιαύτα” παθήματα. Όταν η
ειρωνεία παίρνει εκδίκηση το πεδίο των παθών της ψυχής που
αποτέλεσε το μείζον ενδιαφέρον της ψυχολογίας αρχικά, της
ψυχανάλυσης μετέπειτα και στη συνέχεια των συμβουλευτικών (όπου
για δύο και τρεις αιώνες μας «δικτατόρευσαν») τείνει να ελαττωθεί
τόσο που φθάνει στην εξαφάνισή του. Αλλά και το πεδίο των
“παρορμήσεων” υπήρξε το μείζον θέμα των τελευταίων πενήντα
χρόνια, και βρίσκεται και εκείνιο στην διάλυση του. Τι έχει απομείνει;
Από όλες τις κινήσεις της ψυχής παραμένουν μόνο δύο και μάλιστα
αντιφατικές. Η αδιαφορία και η ανυπομονησία. Η πρώτη αντιτάσσεται
στην παράφορη προσδοκία της ψυχής να πετύχει την υπέρβαση. Η
δεύτερη, δηλαδή, η ανυπομονησία αντιτάσσεται στην παραδοσιακή
“καρτερία της ψυχής” την αρετή, που τέθηκε σε δοκιμασία από τον
κόσμο.
Και οι δύο αδιαφορία και ανυπομονησία δεν αποτελούν “πάθη”
υποκειμενικά αλλά αντικειμενικά. Όσοι μιλούν για πάθη και τρέχουν
να μελετήσουν τους Στωικούς, τον “παραμυθητικό λόγο”, και την
“τέχνη της αλυπίας”, τον Βουδισμό, και όσους άλλους έγραψαν για
την φιλολογία των παθών,(και κυρίως αυτοί που τρέχουν να
μελετήσουν τα περί παθών και ουσιαστικά είναι κάποιοι ψυχολόγοι
και πάσης φύσεως γκουρού της κοινωνικής θεολογίας ) καλό είναι να
δουν τα σύγχρονα ειρωνικά πάθη.
Δηλαδή τα ειρωνικά πάθη της πανουργίας. Που είναι της σιωπής, της
συμμόρφωσης, και της εθελοδουλίας. Εκείνα τα πάθη που
αντιτάσσονται στα πάθη της επιθυμίας, της ελευθερίας, της
υπέρβασης. Ίσως είναι αναγκαίο να γνωρίζουν πως τα πάθη
βρίσκονται σ’ έναν διαρκή πόλεμο. Τα ενδο-κρηκτικά πάθη εναντίον
των εκ-κρηκτικών παθών. Οι σχέσεις ο άνθρωπος, όλα διαφεύγουν
από τον εαυτό τους, όλα χλευάζουν την ίδια την αλήθεια (ή αυτό που
αποκαλείται αλήθεια), όλα γίνονται λανθάνοντα. Οι σχέσεις γίνονται
ισοδύναμα τρομοκρατίας, η πληροφορία εκστατική αδιαφορία, η
ιστορία το θέατρο του παραλόγου, η απόλαυση μια σκηνική
σαγηνευτικής επίδειξης.
Τελικά μήπως το υποκείμενο δεν είναι παρά ένας καθρέφτης όπου
έρχονται να αντανακλαστούν τα κυρίαρχα αντικείμενα. Ο κόσμος
γίνεται αδιάφορος και όσο πιο αδιάφορος τόσο πλησιέστερα φαίνεται
να κινείται στον υπεράνθρωπο (ακόμη και τον νιτσεϊκό
υπεράνθρωπο), δηλαδή κινείται προς ένα παράξενο τέλος που η
αντανάκλαση του αποκτά εγγύτητες με την πληθωρική ανυπομονησία
μας.
Τα υποκείμενα, τα γεγονότα, η ιστορία, στα διαπλεκόμενα
αποτελέσματα τους, γίνονται λεία επιφάνεια. Έτσι δεν είμαι εγώ που
γίνομαι αδιάφορος και ανυπόμονος αλλά η ίδια η κίνηση του κόσμου.
Ο κόσμος παροξύνεται, χάνει την βραδύτητα των πραγμάτων, την
χάρη της υπομονής, και είναι εκείνος που βυθίζεται στην αδιαφορία
και μαζί με εκείνον βυθίζομαι και εγώ. Κάτω από αυτό το πεδίο ποια
ψυχολογία, ψυχοθεραπεία, ψυχανάλυση, θα μπορέσει να
λειτουργήσει στη σχέση άνθρωπος – πάθη -συμβάντα;
Τελικά μήπως ειρωνεία των πραγμάτων παίρνει εκδίκηση; Μήπως
όλα γίνονται μια στρεψοδικία;
Ζούμε σε μια εποχή όπου το καφκικό είναι αδιαχώρητο από την ουσία
του γκροτέσκο. Και όλα καλύπτονται από την φάρσα της επικοινωνίας
και την στρεψοδικία του κόσμου. Η αφοσίωση μας στη λειτουργία του
ετοιμοπαράδοτου φαντασιακού μας, μας κάνει να συγκρουόμαστε με
την ίδια την τελικότητα του κόσμου. Όλα έχουν μετατραπεί σε
εκθέματα που παγώνουν μέσα στην κυκλοφορία του συμβολικού
μηχανισμού της ιδιοκτησίας, της αναπαράστασης, της ονειρεμένης
αμεριμνησίας. Δεν ξορκίζουμε πια την έλλειψη, γιατί φθάσαμε να μη
την αναγνωρίζουμε, ως τέτοια.
Έρωτας, εργασία, επαφή, συναισθήματα, καταναλώθηκαν στην
πορνογραφική αντικειμενικότητα του κόσμου. Μιλάμε πια για το
ψυχολογικό σώμα, το απωθημένο σώμα, το νευρωσικό σώμα, και έτσι
αυτό το σώμα γίνεται ο χώρος του φαντάσματος μας και όχι της
φαντασίωσης μας.
Έτσι μύθος του ασυνειδήτου, αλλά και η θεολογία του συνειδητού
έχουν χάσει το μεγαλύτερο μέρος της απήχησης τους. Καμιά αφήγηση
δεν μπορεί να “μεταφορικοποιήσει” την παρουσία μας, κανένας
λογικό συσχετισμός δεν μπορεί να δώσει συμπερασμούς, και καμιά
υπέρβαση δεν παίζει κανένα ρόλο στον ορισμό μας. Ο μαζοχισμός της
αρέσκειας και της απαρέσκειας συναιρούνται. Κανένα δίπολο, όλα
εναλλάσσονται σ’ ένα και μοναδικό σημείο. Ωστόσο κάποιοι
(ψυχαναλυτές, κοινωνιολόγοι, δημοσιολόγοι, νεο-επιστήμονες)
εξακολουθούν να βλέπουν συμπτώματα, γιατί δεν κατορθώνουν
προφανώς να δουν την δυστυχισμένη συνείδηση του σημείου. Ο
κόσμος δεν ανήκει ούτε στην τάξη της λογικής, ούτε στην τάξη της
φαντασίας, ούτε στην τάξη της απώθησης, ούτε στην τάξη της
επιθυμίας.
Έχουμε ίσως μπει στην εποχή που διαγράφει το νέο τύπο του
ανθρώπου το Μετα-άνθρωπος. Ο νέος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος
του βρίσκομαι αλλά δεν είμαι. Είναι ο άνθρωπος του τώρα αλλά και
του ποτέ. Είναι ο άνθρωπος του αναγνωρίζω αλλά δεν αγγίζω. Είναι ο
άνθρωπος του θέλω αλλά δεν μπορώ. Είναι ο μετα-άνθρωπος της
γκρίζας εικόνας. Ο άνθρωπος δεν είναι ούτε ένοχος, ούτε αθώος, είναι
αυτός που έχει αποπλανηθεί και ταυτόχρονα αποπλανά.
Πες μου τι θέλεις και θα γίνω η πρότυπη αντιστρεψιμότητα του θέλω
σου. Αυτή είναι η αποπλανημένη και αναπόφευκτη διάσταση του
συστήματος.
Η «Πρόβα Ορχήστρας» είναι μια ταινία του Φεντερίκο Φελίνι που
περιγράφει το τόλμημα που δεν “τολμά”, και τις βασανιστικές
προσπάθειες που καλύπτονται από το άγχος, την σύγχυση, τον πόνο,
την ανεπάρκειας για απάντηση. Είναι μια ταινία που προλογίζει την
σημερινή μας εποχή καλύτερα από οποιαδήποτε θεωρία φιλοσοφικό-
κοινωνιολογικού-ψυχαναλυτικού προβληματισμού.
Η ταινία αφηγείται ένα αισθητικό γεγονός, ένα κονσέρτο που δεν
μπορεί να πραγματοποιηθεί. Μοιάζει κάπως με την ταινία Οκτώμισι
(αριστούργημα του Φελίνι) που δεν κατάφερναν να γυρίσουν, με την
διαφορά ότι εδώ το κίνητρο της αδυναμίας δεν βρίσκεται στον ίδιο τον
δημιουργό αλλά μέσα στο σύστημα παραγωγής. Εδώ όλα συγχέονται
μέσα στην κυκλοφορία τους. Η μουσική καλύπτεται από την κωμωδία,
οι δοκιμές της ορχήστρας γίνονται δοκιμές πολιτικής παρλάτας και
τελικά όλα μετατρέπονται σε τηλεοπτική ανάγκη. Το λεξιλόγιο, η
πτώση της ατμόσφαιρας, οι αγωνίες, περνούν στους τηλεοπτικούς
ρυθμούς, θερμαίνονται από την τηλεοπτική εικόνα.
Η αναμονή για κάποια λύση (σαν την αναμονή του Μπέκετ στο
περιμένοντας τον Γκοντό), το πρελούδιο στον ερχομό του καινούργιου
γίνεται εδώ μια σιδερένια μπάλα. Η καινούργια τάξη, το καινούργιο
όραμα, η καινούργια ελπίδα, ως σύμβολα ανήκουν μέσα σ’ άλλα
σύμβολα. Όπως επίσης και η Επανάσταση, η Αποκατάσταση, η Θεία
Πρόνοια, η Τέχνη, όλα γίνονται σύμβολα για το ίδιο το σύμβολο.
Σύμβολα συμβολικού.
Από τη στιγμή όμως όπου τίποτε δεν υπάρχει κωδικοποιημένο
επιβεβαιώνεται απλώς η ελπίδα της επιστροφής στο συμβολικό. Σαν
και αυτό που ζούμε στην χώρα μας, τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι
αξίες, οι ελευθερίες, οι ανάγκες, λειτουργούν στην κυκλοφορία των
συμβόλων μέσα στο συμβολικό. Και το αποτέλεσμα είναι να μην
υπάρχει τίποτα παρά μόνο μια θνητή φλυαρία γύρω από την
κυκλοφορία του συμβολικού.
Απόστολος Αποστόλου. Καθηγητής κοινωνικής και πολιτικής
φιλοσοφίας
Δείτε ακόμα: Η φιλοσοφία ως τέχνη του βίου και το άλλοθι της αυτογνωσίας