Βρυκόλακες (φόβητρα) απο μύθους και θρύλους της Αρχαίας Ελλάδας
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε του βρυκόλακες απο σλάβικους θρύλους, που βγαίνουν από τους τάφους τους και αναζητούν ανθρώπινο αίμα. Αυτοί οι μύθοι ωστόσο είναι πολύ μεταγενέστεροι απο αντίστοιχα τέρατα της ελληνικης μυθολογίας.
Οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξη βρυκολάκων χρονολογούνται από την εποχή της Αρχαίας Ελλάδας. Οι αρχαίοι πίστευαν πως η ψυχή αυτού που πέθαινε με βίαιο τρόπο, δεν μπορούσε να ησυχάσει, με αποτέλεσμα να γυρνάει στον κόσμο των ζωντανών μέχρι να ολοκληρώσει τον κύκλο της, αυτόν που είχαν ορίσει οι Μοίρες. Παράλληλα πίστευαν πως οι νεκροί διψάνε για αίμα, κάτι που διαπιστώνουμε και στην “Οδύσσεια”, όταν ο Οδυσσέας πάει στον Κάτω Κόσμο – για να πάρει χρησμό από το μάντη Τειρεσία – του προσφέρει, μεταξύ άλλων, αίμα από ένα κριάρι και μια μαύρη προβατίνα, ώστε να μπορέσει να επικοινωνήσει μαζί του.
Η Λάμια
Ένα από τα πιο γνωστά όντα της Ελληνικής μυθολογίας που έπινε αίμα, ήταν η Λάμια. Πριν μεταμορφωθεί σε αιμοδιψές τέρας, ήταν η πανέμορφη βασίλισσα της Λιβύης και σύζυγος του Βήλου.
Η ομορφιά της Λάμιας δεν πέρασε απαρατήρητη από το θεό Δία κι έτσι έγινε μια από τις πολλές γυναίκες, που ερωτεύτηκε. Από την ένωσή τους γεννήθηκαν πολλά παιδιά, τα οποία σκότωσε η ζηλόφθονη θεά Ήρα. Η αβάσταχτη θλίψη και στεναχώρια της για το χαμό των παιδιών της, την έκαναν να κλέβει μωρά και να πίνει το αίμα τους. Στη συνέχεια η Ήρα την καταράστηκε να μην κοιμάται ποτέ και να γίνει πραγματικό τέρας με φολιδωτή ουρά. Τη λυπήθηκε, όμως, ο Δίας και της έδωσε την ικανότητα να βάζει και να βγάζει τα μάτια της, για να μπορεί να ξεκουράζεται. Κατά τον Αριστοφάνη τ’ όνομά της προέρχεται από τη λέξη λαιμός και αναφέρεται στον τρόπο, με τον οποίο σκότωνε. Επίσης, θεωρούσε ότι ήταν ερμαφρόδιτο πλάσμα.
Άλλοι μύθοι παρουσιάζουν τη Λάμια ως πλανεύτρα νεαρών ανδρών, που τους αποπλανούσε κι ύστερα τους σκότωνε. Σαγήνεψε με αυτό τον τρόπο το νεαρό Μένιππο, στο δρόμο για την Κόρινθο, με σκοπό να τον σκοτώσει. Ο μόνος που δεν μπόρεσε ποτέ να πλανέψει, ήταν ο φιλόσοφος Απολλώνιος ο Τυανέας, ο οποίος κατάλαβε την πραγματική της φύση και την ανάγκασε να το παραδεχτεί μετανιωμένη… Μετά από αυτό, εξαφανίστηκε ουρλιάζοντας.
Μεταγενέστεροι μύθοι κάνουν λόγο για πολλές λάμιες και όχι για μία. Δεν είναι όμορφες σαν την πρώτη Λάμια, αλλά μπορούν να μεταμορφωθούν σε ωραίες γυναίκες κι έτσι να παρασύρουν τα νεαρά θυματά τους. Τα χαρακτηριστικά τους είναι η ακόρεστη όρεξη για αίμα και σεξ, η λαιμαργία, η βρωμιά.
Η Λάμια έχει επιζήσει και στη σύγχρονη, ελληνική παράδοση μέσα από διάφορες παροιμίες, όπως «τρώει σα Λάμια», «της Λάμιας τα σαρώματα», που τονίζει τη λαιμαργία και την τσαπατσουλιά κάποιου και «το παιδί το ‘πνιξε η Λάμια», που εξηγεί τον πρόωρο θάνατο των μικρών παιδιών. Μέχρι σήμερα οι θηλυκοί βρικόλακες αποκαλούνται λάμιες.
Η Έμπουσα
Ένα άλλο τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας ήταν η φοβερή Έμπουσα, κόρη της θεάς Εκάτης. Το όνομά της σημαίνει αυτή που εισχωρεί, αφού μπορούσε να διαπεράσει τοίχους και το νου των ανθρώπων. Είχε ένα πόδι γαϊδάρου κι ένα πόδι χάλκινο, ενώ τα μαλλιά της ήταν πύρινα.
Η Έμπουσα είχε ένα πόδι γαϊδάρου κι ένα πόδι χάλκινο, ενώ τα μαλλιά της ήταν πύρινα. Κάποιοι άλλοι μύθοι αναφέρουν πως ήταν μονοπόδαρη (έν-πουσα= έμπουσα), φορούσε μπρούτζινα σανδάλια και είχε γαϊδουρινά καπούλια. Μπορούσε να μεταμορφώνεται σε σαγηνευτική γυναίκα κι έτσι αποπλανούσε νεαρούς άνδρες. Στη συνέχεια έπινε το αίμα τους και έτρωγε τις σάρκες τους, την ώρα που κοιμόντουσαν. Στις γυναίκες και στα παιδιά προκαλούσε τρόμο. Ο μόνος τρόπος για να την απωθήσουν ήταν να την προσβάλλουν και να τη βρίσουν. Ο μόνος που τη συνάντησε και κατάφερε να επιζήσει ήταν και πάλι ο Απολλώνιος ο Τυανέας. Εκτός από όμορφη κόρη, μπορούσε να μεταμορφωθεί σε αγελάδα, πτηνό, σκύλο, δέντρο, πέτρα κ.λ.π. και αποτελούσε οιωνό θανάτου ή δυστυχιών.
Η Έμπουσα τρόμαξε τον Διόνυσο και τον Ξανθία στο δρόμο τους προς τον Κάτω Κόσμο στην κωμωδία του Αριστοφάνη “Βάτραχοι”.
Η Γελώ
Οι Αρχαίοι Έλληνες επινόησαν τη Γελώ, για να εξηγήσουν το θάνατο των γυναικών κατά τη γέννα, καθώς και των νεογέννητων μωρών. Η Γελώ αρχικά ήταν μια νεαρή κοπέλα από τη Λέσβο η οποία πέθανε πάνω στον τοκετό, και επέστρεψε ως κακοποιό πνεύμα. Έχοντας τη ζήλεια ως κινητήριο δύναμή της σκότωνε τα νεογέννητα μωρά πνίγοντάς τα και πίνοντας το αίμα τους.
Συχνά έβλαπτε τις εγκύους και και θεωρείτο μία από τις κύριες αιτίες για την αποβολή εμβρύων. Οι μητέρες χρησιμοποιούσαν μαγικά ξόρκια και φυλαχτά ως μέτρα προστασίας. Ένα χρόνο μετά τη γέννηση του μωρού δε μπορούσε να του κάνει κακό, μιας και την αδρανοποιούσε η Μοίρα Αδράστεια.
Η Μορμώ
Τέλος η Μορμώ είναι επίσης ένας θηλυκός δαίμονας. Είχε την μορφή μιας δύσμορφης γριάς γυναίκας, με λυκίσιο ή σκυλίσιο πρόσωπο που έστελνε η θεά Εκάτη από τον Άδη και χρησιμοποιόταν σαν φόβητρο των μικρών παιδιών. Έλεγαν πως δάγκωνε τα κακά παιδιά και τα άφηνε κουτσά. Η Μορμώ ταυτίζεται συχνά στις πηγές με τα άλλα τρία όντα, την Λάμια, την Έμπουσα και την Γελώ.
Για το μύθο της Μορμώς έχουμε πληροφορίες που μας τις δίνει ο σχολιαστής του Αίλιου Αριστείδη: λέγεται ότι ήταν μία γυναίκα από την Κόρινθο, η οποία ένα βράδυ έφαγε με τη θέλησή της τα παιδιά της στη συνέχεια έφυγε μακριά. Η ιστορία της μοιάζει με της Λάμιας στο βαθμό που αποτελεί και αυτή το παράδειγμα μιας μητέρας, η οποία απέτυχε στα καθήκοντά της. Η ομοιότητα αυτή επισημαίνεται από τον ίδιο το σχολιαστή, ο οποίος αποκαλεί τη Μορμώ έναν τύπο Λάμιας.
Τέτοιες ταυτίσεις δεν πρέπει να μας παραξενεύουν, αφού στην πραγματικότητα τα ονόματα αυτών των οντοτήτων δεν είναι τίποτε άλλο παρά φόβητρα [Μορμώ. Πβ. μόρμη = χαλεπή, μύρμος = φόβος. Η λέξη μπορεί να προέρχεται από ονοματοποιία και να είναι αναδιπλασιασμένη για εκφραστικούς λόγους.
Το γεγονός ότι οι βρυκόλακες της Αρχαίας Ελλάδας είναι γένος θηλυκού, ίσως αποτελεί εξήγηση του φόβου που ένιωθαν για τον έμμηνο κύκλο. Έτσι, αυτός ο φόβος πήρε τη μορφή τεράτων, που διψούν για αίμα και σταδιακά εξελίχθηκαν στους σύγχρονους βρυκόλακες.
Δείτε ακόμα: Νεκρομαντείο του Αχέροντα: Όταν ο μύθος συναντά την πραγματικότητα