Η ιστορία της θρυλικής Δούκισσας της Πλακεντίας

Η ιστορία της θρυλικής Δούκισσας της Πλακεντίας

Στις 2 Απριλίου 1785 γεννήθηκε η Γαλλίδα αριστοκράτισσα και φιλελληνίδα, που έφερε τον τίτλο ευγενείας «Δούκισσα της Πλακεντίας» με τον οποίο ήταν γνωστή στην Αθήνα τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια.

Η περίφημη Δούκισσα της Πλακεντίας ονομαζόταν Σοφία και ήταν κόρη του Μαρκησίου Francois Barbe Marbois. Είχε παντρευτεί τον πρωτότοκο γιο του Δούκα της Πλακεντίας Charles Francois Lebrun, τον Anne Charles. Μα, ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της επέφερε τη συζυγική ρήξη και έτσι, η Σοφία ξαναπήρε την ελευθερία της.

Την εποχή εκείνη η χώρα μας έκανε τα πρώτα της βήματα ως ανεξάρτητο κράτος και η Γαλλίδα αριστοκράτισσα προσέφερε διάφορα ποσά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης. Με δαπάνες της ίδρυσε σχολείο θηλέων, που λειτούργησε πρώτα στην Αίγινα και στη συνέχεια στο Ναύπλιο, ενώ χρηματοδότησε τη δεύτερη έκδοση των «Ελληνικών Χρονικών» του Μεσολογγίου. Προσέφερε σημαντικά ποσά για φιλανθρωπικά έργα και βοήθησε ιδιαίτερα τους χωρικούς της Πεντέλης, όπου τους είχε αγοράσει κτήματα.

Ο αστικός μύθος της εποχής, πως είχε ερωτική σχέση με τον λήσταρχο Νταβέλη δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ. Ωστόσο, η Δούκισσα είχε την τόλμη να περιφέρεται μόνη της στο δάσος με συντροφιά τα δύο μεγάλα της σκυλιά, χωρίς να λογαριάζει καθόλου τον τρόμο που έσπερναν τότε οι ληστρικές συμμορίες, οι οποίες κατέβαιναν έως και τις παρυφές τις Αθήνας. Μάλιστα, είχε συναντηθεί πολλές φορές με επικίνδυνους ληστές και έλεγαν ότι ο περίφημος αρχιληστής Σπύρος Μπίμπισης, ο οποίος είχε στήσει το λημέρι του στον Ελαιώνα, είχε έρθει σε συνεννόηση μαζί της και την προστάτευε από κάθε ληστοσυμμορία.

Αρχικά υποστήριξε τον Καποδίστρια, αλλά στη συνέχεια στράφηκε εναντίον του. Βρισκόταν στη Φλωρεντία, όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Κυβερνήτη κι εξέδωσε φυλλάδιο, στο οποίο υποστήριζε την εγκληματική πράξη των Μαυρομιχαλαίων. Πολλοί ήταν εκείνοι που υπέθεσαν πως η ίδια βρισκόταν πίσω απο την δολοφονία του Καποδίστρια. Το 1834 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου έγινε επίλεκτο μέλος της υψηλής κοινωνίας της ελληνικής πρωτεύουσας.

Η “χυλόπιτα” στον Μέγα Ναπολέων

Ο Μέγας Ναπολέων, ο οποίος πίστευε ότι είχε τη δύναμη να κυριεύει τις γυναίκες και τα φρούρια με περίσσεια ευκολία, την πολιόρκησε στενά, αλλά απέτυχε να κατακτήσει την καρδιά της όμορφης και ανυπότακτης Σοφίας.

 Ένας από τους έρωτες της Δούκισσας ήταν ο τότε άσημος Γάλλος ποιητής Casimir Delavigne, τον οποίο η Δούκισσα τον είχε αγαπήσει περιπαθώς.

Σε μια στενή της φίλη έγραφε τα ακόλουθα για τον έρωτά της:

Γνώρισα τον Casimir το 1820, προτού ακόμη γίνει γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους. Άστραφτε, όμως, από τότε το πνεύμα του, δίνοντας ακαταμάχητα θέλγητρα στην ωραία μορφή του. Έρως δυνατός με κυρίευσε. Για να κρατήσω την υπερηφάνεια μου, αγωνιζόμουν εναντίον του αισθήματος αυτού, μα στο τέλος προδόθηκα. Αγάπησα τον φτωχό ποιητή, αν και είχα αντισταθεί σθεναρά στις ορέξεις του Κοσμοκράτορα Ναπολέοντα!

Ένα βράδυ, που ο ποιητής γονατιστός μου φανέρωνε τα τρυφερά του αισθήματα, ομολόγησα κι εγώ ότι συμμεριζόμουν το πάθος του και γίναμε και οι δύο ευτυχείς. Του πρότεινα, λοιπόν, να κάνουμε μια εκδρομή στην Ιταλία και εκεί, να αφεθούμε ελεύθεροι να απολαύσουμε την αγάπη μας. Έτσι, ναύλωσα ένα γαλλικό καράβι και ξεκινήσαμε για τη Γένοβα.

Οι πρώτες μέρες του ταξιδιού μας υπήρξαν μαγευτικές, αλλά το ειδύλλιό μας το διέλυσε μια ξαφνική καταιγίδα. Εκεί που η θάλασσα πρόσφερε στα μάτια μας τη μεγαλοπρεπέστατη όψη της, έξαφνα ένα τεράστιο μαύρο νέφος παρουσιάστηκε στο βάθος του ορίζοντα. Ο πλοίαρχος ανησύχησε. Σε λίγες στιγμές, η καταιγίδα ξέσπασε άγρια και απειλητική, ενώ θα αναποδογύριζε το πλοίο μας, εάν οι ναύτες δεν πρόφταιναν να μαζέψουν τα πανιά του γρήγορα.

Για μερικές ώρες, το πλοίο κινδύνευε να βουλιάξει και ο πλοίαρχος με παρακάλεσε να κατέβω στην αίθουσα, από την πρώτη κιόλας στιγμή του κινδύνου. Μα, εγώ επιθυμούσα να απολαύσω το θέαμα της καταιγίδας και των εξαγριωμένων κυμάτων. Διέταξα, λοιπόν, παρά τις αντιρρήσεις, να με δέσουν στο μεσαίο κατάρτι του καραβιού, για να βλέπω τον δαιμονισμένο χορό της ξέφρενης θάλασσας και την απόκοσμη λάμψη των αστραπών, που μαστίγωναν τον ουράνιο θόλο.

Την ίδια ακριβώς επιθυμία εξέφρασε και ο ποιητής μου, αλλά ταχέως έγινε ξεκάθαρα αντιληπτή η αντίθεση των χαρακτήρων μας. Ενώ, δηλαδή, εγώ, με γενναιότητα και αταραξία, απολάμβανα την ισχύ της καταιγίδας, ο Casimir Delavigne άρχισε να βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή, που αποδέχτηκε να ακολουθήσει την ιδιοτροπία μου. Έβριζε, κλαψούριζε, έτρεμε σαν το ψάρι και στο τέλος, άρχισε να ξερνάει απελπιστικώς. Ήταν μια σιχαμάρα να τον βλέπει κανείς.

Όλη η γοητεία του χάθηκε ευθύς μπροστά στα μάτια μου, μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Δύο ώρες αργότερα, η τρικυμία έπαυσε και μετά από τρεις περίπου ώρες, το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι της Γένοβα. Ο ποιητής με πλησίασε, αλλά εγώ, κοιτάζοντάς τον περιφρονητικά, του είπα με χαμηλωμένη φωνή, για να μη με ακούσει ο πλοίαρχος: “Η Θεία Πρόνοια θέλησε να με σώσει από έναν άντρα, όπως εσείς, δείχνοντάς μου τον εγωισμό και τη δειλία σας! Χαίρετε, κύριε!

Ταρίχευσε την κόρη της για να την έχει πάντα μαζί της

Το 1836 η κόρη της Ελίζα υπέστη νευρικό κλονισμό, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του μνηστήρα της Ηλία Κατσάκου Μαυρομιχάλη, ταγματάρχη του στρατού και υπασπιστή του Όθωνα, από επιδημία χολέρας στο Μόναχο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η νεαρή κοπέλα προσβλήθηκε από φυματίωση, που τότε ήταν σχεδόν ανίατη ασθένεια. Η μητέρα της έκανε τα πάντα για να τη γλυτώσει. Την πήγε στη Βηρυτό, όπου όμως άφησε την τελευταία της πνοή το 1837.

Η Δούκισσα ήταν απαρηγόρητη, που είχε χάσει το μονάκριβο παιδί της. Για να μην την αποχωριστεί, ταρίχευσε το πτώμα της και το διατηρούσε στα υπόγεια του μεγάρου της, μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο φέρετρο. Κάθε πρωί, μαυροντυμένη, βαστώντας άνθη, κατέβαινε στο υπόγειο και άναβε λαμπάδες γύρω από την κάσα, ενώ καθόταν με τις ώρες στο πλάι της, κλαίγοντας γοερά.

Μα, κατά τον Ιούλιο του 1847, μια από τις λαμπάδες αναποδογύρισε και το σπίτι πήρε γρήγορα φωτιά, που έλαβε τρομακτικές διαστάσεις. Κατάχλομη η Δούκισσα, βγήκε στον δρόμο και φώναζε, τάζοντας γενναία πληρωμή σε εκείνον που θα κατόρθωνε να διασώσει το πτώμα της Ελίζας. Αλλά, αυτό στάθηκε αδύνατον και το ταριχευμένο πτώμα έγινε στάχτη.

Η απαρηγόρητη μητέρα μάζεψε τη στάχτη της θυγατέρας της και την έθαψε με πομπή στο μέγαρο, που είχε χτίσει στο δάσος της Πεντέλης.. Από τότε, η συμπεριφορά της άρχισε να αλλάζει, απαρνήθηκε τον χριστιανισμό και στράφηκε κατά του θεού, (πρέσβευε τη δική της «θρησκεία», μείγμα διαφόρων θρησκειών) μάλιστα λέγεται πως αποκαλούσε τον εαυτό της ως αντίχριστη. Τότε πολλές κακεντρεχείς κατηγορίες διακινούνταν εκείνη την εποχή για το άτομό της, όπως ότι ήταν σατανίστρια και έκανε τελετές.

Τέλος, ένα κρύο βράδυ, η Δούκισσα της Πλακεντίας πέθανε κατάκλειστη στη μελαγχολική της κάμαρα. Οι κληρονόμοι της φρόντισαν να πουλήσουν την περιουσία της στο Ελληνικό Δημόσιο και στον Γεώργιο Σκουζέ.

Η εφημερίδα «Ελπίς» στο φύλλο της 17ης Μαΐου του 1854 έγραφε: «Αι μικραί ιδιοτροπίαι της ουδένα έβλαψαν, πολλούς όμως ωφέλησαν και ουδαίν αφαιρούσι του σεβασμού τον οποίον το Κοινόν έφερεν προς αυτήν, ως γυναίκα ενάρετο και φιλάνθρωπον». 

Ενταφιάστηκε στο κτήμα της στην Πεντέλη, κοντά στον τάφο της λατρευτής της Ελίζας. Σύμφωνα με ρητή θέλησή της, δεξιά και αριστερά της θάφτηκαν τα δυο πιστά σκυλιά της, που την ακολουθούσαν πάντοτε, σε κάθε βήμα της, τα τελευταία χρόνια της ζωής της.

Αφήστε μια απάντηση

Ευχαριστούμε για την παραγγελία. Σύντομα θα επικοινωνήσουμε μαζί σας για την αποστολή της