Μόλις πριν δύο εβδομάδες παρέπεμψαν την συμμορία Μητσοτάκη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα φαγοπότια των κονδυλίων των σιδηροδρόμων!
Μόλις δεκατέσσερις ημέρες πριν την χειρότερη σιδηροδρομική τραγωδία που έπληξε την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επειδή δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της με βάση ευρωπαϊκή οδηγία για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (2012/34/ΕΕ)!
Συγκεκριμένα η παραπομπή της Ελλάδας έγινε στις 15 Φεβρουαρίου 2023.
Με λίγα λόγια η ΕΕ «καθίζει» την κυβέρνηση στο «σκαμνί» του ευρωδικαστηρίου επειδή δεν συμμορφώθηκε με τα ευρωπαϊκά πλαίσια παροχής υπηρεσιών και ασφάλειας σε ότι αφορά τις σιδηροδρομικές μεταφορές.
Η οδηγία διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη έπρεπε να εξασφαλίσουν τη σύναψη συμβατικής συμφωνίας μεταξύ της εθνικής αρμόδιας αρχής και του διαχειριστή σιδηροδρομικής υποδομής το αργότερο έως τις 16 Ιουνίου 2015 και τη δημοσίευσή της εντός ενός μηνός.
Η σύναψη και δημοσίευση της εν λόγω συμφωνίας είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διαφάνεια των επικείμενων έργων στο δίκτυο σιδηροδρομικής υποδομής.
Κάτι που η κυβέρνηση Μητσοτάκη ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ.
Η συμφωνία αυτή θα πρέπει να περιέχει ουσιαστικές διατάξεις, όπως αναφορικά με το ύψος των κονδυλίων που διατίθενται για τις υπηρεσίες υποδομής, καθώς και στόχους επιδόσεων προσανατολισμένους στους χρήστες (για παράδειγμα, ταχύτητα γραμμής, ικανοποίηση πελατών ή προστασία του περιβάλλοντος).
Παρά τις ανταλλαγές επιστολών μεταξύ της Επιτροπής και της Ελλάδας, οι εθνικές αρχές εξακολουθούν να μην έχουν υπογράψει και δημοσιεύσει τη συμβατική συμφωνία με τον ελληνικό οργανισμό διαχείρισης της σιδηροδρομικής υποδομής, τον ΟΣΕ.
Η Επιτροπή κίνησε διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας τον Δεκέμβριο του 2020 και απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη τον Δεκέμβριο του 2021. Δεδομένου ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να παραβιάζει την οδηγία, η Επιτροπή αποφάσισε τώρα να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η υποχρέωση σύναψης και δημοσίευσης συμβατικών συμφωνιών μεταξύ εθνικών αρμόδιων αρχών και διαχειριστών σιδηροδρομικής υποδομής αποτελεί σημαντικό στοιχείο της οδηγίας για τον ενιαίο ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό χώρο.
Οι συμφωνίες αυτές περιλαμβάνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κράτους μέλους και του διαχειριστή ή των διαχειριστών υποδομής.
Καλύπτουν όλες τις πτυχές διαχείρισης της υποδομής, τις οικονομικές υποχρεώσεις του κράτους μέλους, τις απαιτήσεις αποδοτικότητας για τον διαχειριστή υποδομής, τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και τους κανόνες για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και σοβαρών διαταραχών σε λειτουργίες.
Περιλαμβάνουν επίσης διορθωτικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση που ένα από τα μέρη παραβαίνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, σε περίπτωση που επηρεάζεται η διαθεσιμότητα δημόσιας χρηματοδότησης. Οι συμφωνίες περιλαμβάνουν ένα πενταετές χρηματοδοτικό πλαίσιο για την κατασκευή, την αναβάθμιση και τη συντήρηση της σιδηροδρομικής υποδομής, το οποίο καθιστά προβλέψιμη τη δημόσια χρηματοδότηση.
Deeply saddened by the terrible train crash near Larissa in Greece.
My sincere condolences to all victims, their families and friends.
Grateful to all rescuers and medical staff on site.
Our thoughts are with the people of Greece after this tragic event.
🇪🇺🇬🇷— Roberta Metsola (@EP_President) March 1, 2023
Η Κομισιόν επισημαίνει ότι αρμοδιότητα των εθνικών Αρχών είναι να διερευνήσουν υπό ποιες συνθήκες συνέβη το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη.
O αρμόδιος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα Mεταφορών αποκαλύπτει ότι η ΕΕ έχει δώσει περίπου 700 εκατ. ευρώ για αναβάθμιση των σιδηροδρομικών υποδομών στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, ερωτηθείς σχετικά με το δυστύχημα, ο εκπρόσωπος της Κομισιόν, Ανταλμπέρ Γιανς, απάντησε:
«Δεν θα είμαστε σε θέση να πούμε υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε να είχε αποτραπεί το δυστύχημα. Αυτό είναι το καθήκον των ερευνών, που πρέπει να διεξαχθούν τώρα, και αυτό είναι αρμοδιότητα των εθνικών Αρχών.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων είναι διαθέσιμος, κατόπιν αιτήματος, για να υποστηρίξει τις εθνικές Αρχές εάν το ζητήσουν. Ωστόσο, η πρωταρχική ευθύνη ανήκει στις εθνικές Αρχές».